Εφετείο Κακουργημάτων: Εκδικάζεται η κλοπή έργων τέχνης απο την Εθνική Πινακοθήκη

Στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδικάζεται η κλοπής σημαντικών έργων τέχνης των Picasso, Mondrian και Moncalvo από την Εθνική Πινακοθήκη

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου ο 50χρονος ελαιοχρωματιστής, ο οποίος είχε καταφέρει να κλέψει από την Εθνική Πινακοθήκη έργο του Pablo Picasso με θέμα “γυναικείο κεφάλι” (1939), έργο του Piet Mondrian του 1905 και έργο του Guglielmo Caccia (Moncalvo), του 17ου αιώνα, τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου του 2012.

Ο κατηγορούμενος, είχε ομολογήσει τις πράξεις του, και θα δικαστεί για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής αξίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα σε δημόσιο οίκημα άνω των €120.000 σε βάρος ΝΠΔΔ.

Ο 50χρονος, μετά τη σύλληψή του, είχε επιστρέψει δύο από τα τρία έργα που είχε κλέψει. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει δηλώσει η Εθνική Πινακοθήκη, με αναφορά σε περιουσιακή ζημιά και «εξαιρετικά μεγάλη ηθική βλάβη», και αποδίδει άρνηση απόδοσης του πίνακα του Guglielmo Caccia, για το οποίο ο κατηγορούμενος έχει υποστηρίξει ότι το κατέστρεψε.

Μετά την απολογία του στον Ανακριτή ο 50χρονος ελαιοχρωματιστής, είχε κριθεί προφυλακιστέος, ωστόσο στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με βραχιολάκι ηλεκτρονικής επιτήρησης και δίνει παρόν στο Αστυνομικό Τμήμα.

Ο κατηγορούμενος στην απολογία τους είχε υποστηρίξει ίδιος είχε υποστηρίξει, «Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου, τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης, το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την Πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή. Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό τα μέτρα ασφαλείας λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός. Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο… Ανέβηκα στο τοιχίο και με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στη δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσα πιο δυνατά. Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα «μπιπ», το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε τον φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δύο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δύο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω, αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό. Επέστρεψα 20 λεπτά αργότερα και άνοιξα την μπαλκονόπορτα κάνοντας τον συναγερμό να χτυπήσει. Ο φύλακας επέστρεψε ξανά. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει. Επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντάς την ανοιχτή… Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν, ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη».

Όταν – οπως παραθέτει τα γεγονότα ο κατηγορούμενος -έγινε αντιληπτός από τον φύλακα, που επιχείρησε να τον σταματήσει, «Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πω τίποτα κάνοντας τρία-τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες», ισχυρίστηκε ότι κρύφθηκε σε ξύλινη αποθήκη στο πάρκο του Πολεμικού Μουσειου, σημείο από το οποίο διήλθαν τα πληρώματα της ΕΛΑΣ αλλά δεν ερεύνησαν το χώρο και αποχώρησε στην συνέχεια.