“Άλλο η αλληλεγγύη, άλλο ο τραμπουκισμός”

Τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου το βράδυ, μια δημόσια εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με θέμα το προσφυγικό, βρέθηκε στο στόχαστρο μιας ομάδας ανθρώπων, των λεγόμενων «αλληλέγγυων» ή «αντιεξουσιαστών».

Άποψη, Δημήτρης Χριστόπουλος*

Είχαν ήδη μπει στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, και κατά τη διάρκεια της ομιλίας του πρώτου ομιλητή, του επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Αθήνα, άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν ως ένδειξη, λέει, συμπαράστασης στον Αιγύπτιο πρόσφυγα απεργό πείνας Μοχάμεντ Α., του οποίου την επιστολή διάβασαν.

Αφού φώναξαν, έβρισαν και απείλησαν δεόντως όποιον παρευρισκόμενο θέλησε να πει μια κουβέντα, εκφράζοντας έτσι την αλληλεγγύη τους στον απεργό, πέταξαν μια αμπούλα βρώμας και έφυγαν, λέγοντας με νόημα στους οργανωτές: «Ξέρουμε και πού μένετε».

Συνολικά, ο κόσμος που παρακολουθούσε την εκδήλωση ανέμενε καρτερικά, ώσπου οι εισβολείς να φύγουν, σιωπώντας προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε αντίδραση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση των ενεργειών τους. Τελικά, έτσι έγινε.

Οι επισκέπτες έφυγαν, ευτυχώς χωρίς περαιτέρω επεισόδια και η εκδήλωση συνεχίστηκε σε ένα ανακουφισμένο πλην όμως τραυματισμένο περιβάλλον. Φυσικά, ανοίξαμε και τα παράθυρα διότι ήταν αδύνατο να μπορέσει κανείς να αναπνέει τις αναθυμιάσεις της αμπούλας βρώμας στον κλειστό χώρο, που πετάχτηκε ως ένδειξη αλληλεγγύης στον απεργό πείνας.

Λοιπόν, θέλω με το κείμενο αυτό να εκφράσω τη βαθιά μου, την πηγαία μου αγανάκτησή μου για το περιστατικό. Προτρέχω στα συμπεράσματά μου, λέγοντας εκ προοιμίου πως αν κάποιος που τοποθετεί εαυτόν στην Αριστερά ή τον χώρο των κινημάτων θεωρεί ότι υπερβάλω, απαντώ λέγοντας ότι μια τέτοια άποψη είναι μέρος του προβλήματος. Διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο ότι τέτοιες ενέργειες διαπράττονται, αλλά και ότι κάποιοι γνέφουν με συγκατάβαση στη θέα τους.

Εξηγούμαι: Δεν θεωρώ εξ αρχής αθέμιτη οποιαδήποτε διαμαρτυρία που έχει χαρακτηριστικά μη συμβατικά, μολονότι κάθε τέτοια εκδήλωση φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν στρέφεται εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης ενός ανθρώπου ή ενός φορέα. Ένα παράδειγμα:

Αν κάποιοι έρχονταν και διαμαρτύρονταν έντονα, ως και και εκτός διαδικασίας, τους επειδή, λ.χ., η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχε προσκαλέσει τους συγκεκριμένους ομιλητές και όχι εκπροσώπους προσφυγικών κοινοτήτων θα το θεωρούσα άλλης τάξης θέμα – και πάντως, ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή τη διαφωνία μου, σχεδόν ανεκτή κριτική.

Περαιτέρω, εννοείται πως το να διαμαρτυρηθεί κανείς για την απάνθρωπη κατάσταση στην οποία βρίσκεται μεγάλο μέρος των προσφύγων στην Ελλάδα σήμερα είναι δικαίωμά του. Εξάλλου η εκδήλωση, προς έκπληξη, υποθέτω, των εισβολέων είχε και αυτήν ακριβώς τη διάσταση: να εκφράσει την αγωνία μας για την απάνθρωπη και αδιέξοδη κατάσταση των προσφυγικών καταυλισμών στην Ελλάδα.

Δύσκολα ζητήματα όλα αυτά, το πού αρχίζει και πού τελειώνει το δικαίωμα της διαμαρτυρίας, ειδικά για όποιον ενδιαφέρεται ταυτόχρονα το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και της διαμαρτυρίας – και δεν θεωρεί τη διαμαρτυρία εκ των προτέρων ούτε εξοβελιστέα ούτε δεκτή σε κάθε μορφή. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Διότι όσα συνέβησαν στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ το βράδυ της Δευτέρας δεν σχετίζεται με τίποτα από τα παραπάνω: ήταν ένας τραμπουκισμός αισχίστου είδους και τίποτε περισσότερο.

Η διαμαρτυρία στο δημόσιο (διά)λογο μπορεί να έχει όντως μερικές φορές τον χαρακτήρα μιας σκληρής, κακόπιστης ως και αγενούς αντιπαράθεσης. Μπορεί να έχει κιόλας τον χαρακτήρα μιας μη συμβατικής ενέργειας που εκπέμπει ένα πολιτικό μήνυμα μέσω πιθανώς της μοναδικότητάς της ή ενός συμβολισμού που στρέφεται εναντίον ενός καθεστώτος, μιας κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Τέτοιου είδους οριακές διαμαρτυρίες – ανεξάρτητα αν είναι ή δεν είναι παράλογες– είναι ανεκτές: οι απειλές, οι ύβρεις και η τρομοκράτηση του κόσμου όμως δεν είναι ανεκτές.

Μέσα στις φωνασκίες, προσπαθούσα να ακούσω το κείμενο του απεργού πείνας που διάβασαν και μπορώ να βεβαιώσω ότι το πολιτικό μήνυμα χειραφέτησης και αλληλεγγύης που αυτό εξέπεμπε δεν είχε τίποτε, μα τίποτε να κάνει με το δικό τους. Διότι το δικό τους μήνυμα ήταν μήνυμα ισοπέδωσης, βίας και απειλής .

Τελειώνοντας, θέλω να πω το εξής, ξέροντας ότι ο συνειρμός κάποιους θα ενοχλήσει. Δεν πειράζει όμως. Στα τόσα χρόνια που κινητοποιούμαστε, ως Ένωση, στο χώρο των δικαιωμάτων στην Ελλάδα, είναι η δεύτερη φορά που είδα ανθρώπους να φωτογραφίζουν και να βιντεοσκοπούν το κοινό, εστιάζοντας στα πρόσωπα των παρευρισκόμενων – διανθίζοντας τη «φωτογράφηση» με απειλές του τύπου «ξέρουμε πού μένετε».

Η πρώτη φορά που το είδα ήταν πριν εφτά χρόνια, στις 26 Μαρτίου 2010, όταν μια ομάδα της Χρυσής Αυγής εισέβαλλε σε εκδήλωση της Ένωσης για την ιθαγένεια στην Παλιά Βουλή με τις ίδιες ακριβώς προθέσεις. Μπορώ με κάθε ειλικρίνεια να βεβαιώσω ότι τα συναισθήματά μας ήταν, τότε και τώρα, ακριβώς τα ίδια.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα, μέσα σ’ όλα τα δύσκολα των καιρών, έχουμε και τούτο, παρακαταθήκη από το παρελθόν: τη συστηματική και εδραιωμένη αδυναμία συγκεκριμένων ομάδων να αντιληφθούν τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Για τον λόγο αυτό, η κατά καιρούς ανοχή στα φαινόμενα αυτά ή η συγκατάβαση των όμορων πολιτικών χώρων –«Ε, παιδιά είναι…»– είναι συνταγή πολιτικού αδιεξόδου. Αντί να στεγανοποιήσει και να απομονώσει αυτές τις συμπεριφορές, τις αφήνει να δηλητηριάζουν τη δημόσια ζωή, σαν άλλες αμπούλες βρώμας.

Κλείνω, προσκαλώντας όσους, κυρίως από την Αριστερά και τον χώρο των κινημάτων, τους κακοφαίνονται τα παραπάνω, να το ξανασκεφτούνε σοβαρά, αυτοκριτικά κι έντιμα. Θα είναι μια δύσκολη, αλλά γόνιμη σκέψη και σίγουρα μια καλή αρχή για τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε πολιτικά.

YΓ. Η δεύτερη, αυτή τη φορά πιο επιθετική -καθώς το ρεπερτόριο είχε και αυγά– διαμαρτυρία των ίδιων προσώπων σε εκδήλωση της Καναδικής Πρεσβειας την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου, απλώς επιβεβαιώνει ακόμη πιο εμφατικά το περιεχόμενο αυτού του κειμένου.

_____________

* Πρόεδρος Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Πάντειο Πανεπιστήμιο )

**(“Εφ.Συν”)