Ολοκληρώθηκε η ασφαλτόστρωση στην Καλλιρόης- Το λαγούμι στο ριφιφί του 1992 προκάλεσε την καθίζηση

Έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα δημιούργησε η καθίζηση του οδοστρώματος στην Καλιρρόης, στο ρεύμα ανόδου προς το Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας

Ολοκληρώθηκε η ασφαλτόστρωση στο ανερχόμενο της Καλλιρόης, μετά την καθίζηση, το μεσημέρι της Τετάρτης (20/03) όταν άνοιξε η μεσαία λωρίδα του οδοστρώματος, προκαλώντας έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα στην περιοχή.

Συνεργεία της Περιφέρειας Αττικής και της ΕΥΔΑΠ βρέθηκαν στο σημείο σε αυτοψία και αποκατάσταση της καθίζησης. Όπως διαπίστωσαν, η υποχώρηση του εδάφους και του ασφαλτοτάπητα, προκλήθηκε από τη διάνοιξη του λαγουμιού που είχαν ανοίξει κακοποιοί για το ριφιφί στο τραπεζικό υποκατάστημα τα Χριστούγεννα του 1992, πριν από… 31 χρόνια, καθώς σύμφωνα με τις αρμόδιες Υπηρεσίες της Περιφέρειας, δεν είχε γίνει καμία απολύτως παρέμβαση για την ενίσχυση του οδοστρώματος.

Ήταν το Δεκέμβριο του 1992, προπαραμονές Χριστουγέννων, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Εργασίας που εργάζονταν στο υποκατάστημα επί της οδού Καλλιρόης 19 (το 2000 εντάχθηκε και λειτουργεί ως Eurobank), διαπίστωσαν παραβίαση στο θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο με τις 1.151θυρίδες πελατών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, από τις οποίες είχαν παραβιαστεί οι 301 και είχε κλαπεί με το πολύτιμο περιεχόμενό τους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η αξία των κλοπιμαίων ξεπερνούσαν τα 5 δισεκατομμύρια δραχμές (σσ . περίπου €15 εκατομμύρια).

Οι δράστες σε περίπου 10ημέρες, είχαν ανοίξει υπόγειο τούνελ μήκος περίπου 25 μέτρων, από την κοίτη του ποταμού Ιλισού, κάτω από την οδό Καλλιρόης, μέχρι το υποκατάστημα της τράπεζας, με  ράγες στις οποίες κινούνταν βαγονέτο με το οποίο έβγαζε τα μπάζα κατά το σκάψιμο, χωρίς να τους αντιληφθούν.

Οι δράστες εισήλθαν στην τράπεζα Εργασίας, μέσα στο Σαββατοκύριακο της 19ης προς 20ης Δεκεμβρίου 1992 χτύπησε ο συναγερμός τέσσερις φορές, αλλά καθώς δεν υπήρχε ένδειξη παραβίασης της κεντρικής εισόδου, ο διευθυντής της τράπεζας και ο υπεύθυνος ασφαλείας θεώρησαν ότι ο συναγερμός είχε βλάβη, και δεν έδειξαν ανησυχία ενώ δεν εντοπίσθηκε ύποπτη κινητικότητα στο ισόγειο της τράπεζας. Τα μόνα ευρήματα που άφησαν πίσω τους, ήταν μία ηλεκτρογεννήτρια, το μικρό βαγόνι, μερικά εργαλεία και έναν χάρτη της περιοχής.

Μετά από 22ημέρες, στις 12 Ιανουαρίου του 1993 εντοπίσθηκαν τυχαία σε παραλία της Βραυρώνας, ομόλογα και επιταγές που προέρχονταν από τις θυρίδες στο υποκατάστημα της τράπεζας Εργασίας, χωρίς να οδηγήσουν στους δράστες της διάρρηξης. Ο -τότε- Αρχηγός ΕΛ.ΑΣ., Αντιστράτηγος Στέφανος Μακρής, θα δηλώσει στις κάμερες, «Βρέθηκαν επιπλέοντα της θαλάσσης, κουτιά που είχανε μέσα διάφορα αντικείμενα, πιθανώς κοσμήματα, βρέθηκαν διάφορες σακούλες, γραμμάτια και συναλλαγματικές. Γίνονται στον ίδιο χώρο και έρευνες περεταίρω για ανεύρεση τυχόν και άλλων αντικειμένων ή εντοπισμό του σκάφους».

Σχεδόν δύο χρόνια από το ριφιφί, τον Ιούλιο του 1994, ο Παλαιστίνιος κρατούμενος στον Κορυδαλλό για απάτη σε βάρος της Τράπεζας Εργασίας ο οποίος την επίμαχη περίοδο διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, Τζουμάχ Χαλίντ, σε τηλεοπτική του δήλωση μέσα από τη κλούβα της μεταγωγής, θα ισχυριστεί ότι γνώριζε τους δράστες της ληστείας, και ο ίδιος συμμετείχε στο ριφιφί του 1992. Υπέδειξε ως συνεργούς του, τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος, Αναγνώστη Καλαφάτη, τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ, Λάμπρο Κότσαλο και τους επιχειρηματίες, Στέλιο Κολοβό, Διονύσιο Παπασταματάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη και τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ Λάμπρο Κότσαλο. Συνολικά κατονόμασε 17 άτομα. Ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος προφυλακίστηκαν, ο Κότσαλος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ενώ οι άλλοι δύο δεν προσήλθαν να απολογηθούν.

Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ANT1, ο Τζουμάχ Χαλίντ θα ανακαλέσει τους ισχυρισμούς του για την υπόθεση και στις 25 Ιανουαρίου 1995 το επιβεβαίωσε και ενώπιον των Εισαγγελικών Αρχών. Λίγες ημέρες νωρίτερα οι Καλαφάτης και Παπασταματάτος είχαν αποφυλακιστεί, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη ο Κολοβός, ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό για να συγκεντρώσει στοιχεία, όπως είπε, που θα αποκάλυπταν την αθωότητά του. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου με Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, οι πέντε κατηγορούμενοι του ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες τις οποίες τους είχε αποδώσει ο Παλαιστίνιος έγκλειστος φυλακών .

Με τις θεωρίες να διακινούνται ευρέως αποδίδοντας τους δράστες από το κοινό ποινικό μέχρι τους ένοπλους αντάρτες πόλης και μέλη της Ιταλικής μαφίας, για του ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς στη ληστεία του αιώνα. Η Τράπεζα Εργασίας, επικήρυξε με 200 εκατομμύρια δραχμές τους ληστές, χωρίς να έχουν προκύψει πληροφορίες που θα οδηγούσαν στους δράστες.

Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη έως και σήμερα.