Τα τελευταία περιστατικά παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική καθιστούν προβληματική, αν όχι δυσχερέστατη, τη διάκριση των δύο εξουσιών.
Τρεις εβδομάδες έχουν συμπληρωθεί από την έκπτωση του επανεκλεγέντος κ. Ντογιάκου από τη θέση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών μετά από προηγούμενη άσκηση έφεσης από τον υπουργό Δικαιοσύνης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Δικαστικού Συμβουλίου.
Στην ασκηθείσα έφεση ο κ. υπουργός αιτείτο την επί τα χείρω πειθαρχική τιμωρία του εισαγγελικού λειτουργού όχι για κάποια παράβαση αφορώσα την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του αλλά για την προσβολή του προσώπου του προέδρου του Αρείου Πάγου, δηλαδή για συμπεριφορά που δεν άπτεται του στενού ενδιαφέροντος της εκτελεστικής εξουσίας.
Ελάχιστες ημέρες αργότερα ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ενεργώντας παρά τον νόμο και το Σύνταγμα, ανακοίνωσε στη διάσκεψη των προέδρων τη ματαίωση έκδοσης απόφασης επί της εφαρμογής του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες, εφευρίσκοντας την ανάγκη να αφουγκραστούν οι συμμετέχοντες δικαστές το κλίμα της κοινωνίας και τα κοινωνικά δικαιικά έθιμα. Πρόκειται για μια κραυγαλέα αντισυνταγματική ενέργεια, καθώς η απόφαση αυτή περί ματαίωσης συνιστά αυθαίρετη παρακώλυση της νόμιμης λειτουργία του ανώτατου δικαστηρίου και καταλήγει στην αρνησιδικία!
Ο ανώτατος δικαστικός λειτουργός αποφάσισε την αποχή των δικαστών του (δική του η έκφραση) από την έκδοση απόφασης επί μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης υιοθετώντας μια καινοφανή δοξασία ότι οι δικαστικοί ταγοί δεν δεσμεύονται μόνο από τον νόμο αλλά και από την εκπεφρασμένη λαϊκή βούληση που έχει σχηματιστεί για ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, όπως αυτό της χορήγησης τηλεοπτικών αδειών.
Εκείνο που καταφανώς εννοούσε ο πρόεδρος του ΣτΕ ήταν ότι, αφού ο λαός εξέλεξε μια κυβέρνηση της οποίας ο προγραμματικός λόγος είχε σε περίοπτη θέση τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, τούτο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ως εργαλείο και μέσο διαμόρφωσης δικανικής πεποίθησης.
Μετά την αιφνίδια διακοπή της διάσκεψης των δικαστών του ΣτΕ οι πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας προσκλήθηκαν από τον κ. πρωθυπουργό και μετέβησαν στο Μέγαρο Μαξίμου. Κατά τη συνάντηση αυτή μεταξύ του πρωθυπουργού και των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας σημειώθηκαν θεσμικά ατοπήματα.
Το πρώτο ατόπημα αφορά τη σημειολογία του τόπου της συνάντησης, καθώς στις ισχυρές αστικές δημοκρατίες (Ευρώπη, ΗΠΑ) ο κυβερνήτης μεταβαίνει στην έδρα του δικαστηρίου και συναντιέται με τους δικαστικούς λειτουργούς, και δεν σπεύδουν οι δικαστές στο Προεδρικό Μέγαρο για να συναντήσουν τον κυβερνήτη. Το δεύτερο ατόπημα, και πλέον σοβαρό, ήταν πως το αντικείμενο της συζήτησης του πρωθυπουργού και των δικαστών δεν ήταν η κατάσταση στη Δικαιοσύνη αλλά τα μισθολογικά ζητήματα των εκπροσώπων της μετά τις γενόμενες περικοπές μισθών, καθώς και η διά της νομοθετικής οδού δυνατότητα παράτασης συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστικών!
Η δημοσιοποίηση της ατζέντας της συνάντησης επιβεβαίωσε ότι οι ανώτατοι δικαστές, κ.κ. πρόεδροι των μεγαλύτερων δικαστηρίων της χώρας, δεν ασχολήθηκαν με τα ουσιαστικά προβλήματα του χώρου που υπηρετούν αλλά πρόβαλαν αμιγώς μισθολογικά και συνταξιοδοτικά αιτήματα, τα οποία δεν είναι της αρμοδιότητάς τους, καθώς ανήκουν στην αρμοδιότητα των δικαστικών τους ενώσεων, ενώ στο ζήτημα του χρόνου λήξης των δικαστικών τους καθηκόντων στο άρθρο 88, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται με σαφήνεια: «Οι δικαστικοί λειτουργοί έως και τον βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους».
Μετά τα τελευταία γεγονότα αφενός οι ανώτατοι κ.κ. δικαστικοί λειτουργοί, ως ηγήτορες των μεγαλύτερων δικαστηρίων της χώρας, αφετέρου οι κυβερνώντες συμβάλλουν τον τελευταίο καιρό με τις πράξεις τους στην επικίνδυνη εδραίωση μιας αντίληψης ότι οι πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων της χειραγωγούνται από την εκτελεστική εξουσία, χάνοντας τη θεσμική τους ανεξαρτησία στη βάση της ικανοποίησης των μισθολογικών και κλαδικών τους αιτημάτων.
Τα ως άνω παρατιθέμενα περιστατικά παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική, που σημειώθηκαν μόλις εντός τριών εβδομάδων, καθιστούν προβληματική, αν όχι δυσχερέστατη, τη διάκριση των δύο εξουσιών.
Εάν επιλέξουμε ως νομικός κόσμος και κοινωνία να μείνουμε απλοί παρατηρητές και περιοριστούμε να ασκήσουμε κριτική και να καταγγείλουμε τα παραπάνω γεγονότα ως απαράδεκτα, είναι βέβαιο ότι θα έχουμε εκπληρώσει τη φράση του Ευαγγελιστή Ματθαίου, καθώς θα έχουμε αναιτίως διυλίσει το κουνούπι ασχολούμενοι μόνο με τα επιμέρους ζητήματα στις σχέσεις κράτους-Δικαιοσύνης, καταπίνοντας ολοκληρωτικά την καμήλα, χάνοντας την ευκαιρία να επικεντρωθούμε στο κορυφαίο ζήτημα, που είναι η θωράκιση της δικαστικής λειτουργίας έναντι της εκτελεστικής.
Πιο συγκεκριμένα, δεν θα καταπιούμε την καμήλα, εάν αναζητήσουμε τη βασική αιτία της γεννήσεως των ιπτάμενων κουνουπιών, που είναι η εξάρτηση της επιλογής της διοίκησης των ανώτατων δικαστηρίων από το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο, όπως ρητά κατοχυρώνεται από την παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος.
Η συνταγματική αυτή επιλογή κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη, γιατί καταδεικνύει ξεκάθαρα τη γενικότερη πολιτική νοοτροπία και βούληση της μεταπολιτευτικής περιόδου (από το 1975 έως σήμερα) απέναντι στη δικαστική λειτουργία και γενικότερα απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών. Από το 1975 έως τις ημέρες μας δεν παρατηρήθηκε καμία ουσιαστική εξέλιξη ως προς τη δυνατότητα αλλαγής, τροποποίησης, βελτίωσης ή εξειδίκευσης της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης.
Συνιστά θεσμικό μονόδρομο για τη λειτουργία της πολιτείας μας τα πολιτικά κόμματα της Βουλής να συμφωνήσουν στη συνταγματική αναθεώρηση της διάταξης 90, παρ.5 του Συντάγματος, ώστε να γίνει η αρχή για τη θεσμική υπερθωράκιση της Δικαιοσύνης και η επιλογή των ανώτατων δικαστών να πάψει να αποτελεί πολιτική επιλογή της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας.
__________
*άρθρο γνώμης, (Free Sunday), του Νίκου Β. Κουτκιά, δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.