Για εξευτελιστικές πράξεις και για άνευ ουσίας κράτησης τους, κάνει λόγο η συνήγορος ενός από τους συλληφθέντες κατά δήλωσή τους πρόσφυγες.
Η καταγγελία πέντε ανήλικων – κατά δήλωσή τους – προσφύγων από την Συρία, ηλικίας 9 – 14 ετών διαβιούντες σε κτήριο το οποίο τελεί υπό κατάληψη από άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου, στα Εξάρχεια, οι οποίοι προσήχθησαν στο ΑΤ Ομόνοιας, όταν ύστερα από καταγγελία, εντοπίστηκαν να κατέχουν σε τσάντες στολές και πλαστικά όπλα, προκάλεσε αναστάτωση στην ΕΛΑΣ και στο Κυβερνητικό επιτελείο. Σύμφωνα με την υπερασπιστική γραμμή των ανηλίκων, οι στολές και οι ρέπλικες ήταν μέρος θεατρική παράστασης στην οποία συμμετείχαν, με τους νεαρούς να υποστηρίζουν ότι κρατήθηκαν για 7 ώρες στο τμήμα της Ομόνοιας, χωρίς σε βάρος τους κατηγορία, και ακολούθως υπέστησαν εξευτελισμό, κατά την παραμονή τους στο Αστυνομικό Τμήμα, από Αστυνομικούς. Στη συνέχεια, αφέθηκαν ελεύθεροι ενώ στο Αστυνομικό Τμήμα, μετέβησαν οι γονείς ενός εκ των ανηλίκων και κατέθεσαν μηνύσεις. Από την ΕΛ.ΑΣ , διατάχθηκε προκαταρκτική έρευνα για το περιστατικό.
Η συνήγορος του ενός ανηλίκου, Ηλέκτρα Κούτρα, σε ανάρτηση της σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης, υποστηρίζει ότι οι πέντε νεαροί υπέστησαν εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους, κρατήθηκαν σε κελιά μαζί με τοξικομανείς και ποινικούς κρατούμενους, και δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
“Στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, κατά το μεσημέρι, η αστυνομία σταμάτησε 5 παιδιά από τη Συρία, μεταξύ 9-14 χρονών, συνοδευόμενα από 2 ενήλικες, οι οποίοι περπάταγαν από τη σχολική κατάληψη όπου μένουν, στο κέντρο της Αθήνας, προς κοντινό πολιτιστικό χώρο, για να παρουσιάσουν θεατρική παράσταση σχετικά με τις ζωές τους στη Συρία. Μετέφεραν τις στολές τους σε πλαστική σακούλα -η στολή περιελάμβανε στολές και παιδικά πλαστικά όπλα, αυτά που αγοράζουμε στα σουπερμάρκετ. 4 αστυνομικοί τους σταμάτησαν στο δρόμο, τους ακινητοποίησαν και κάλεσαν ενισχύσεις, αναφέροντας ότι εντόπισαν “μια ένοπλη ομάδα”. Παρά το προφανές, από μια απλή ματιά, του αβάσιμου (αν όχι γελοίου) χαρακτήρα μιας τέτοιας “υπόθεσης”, δεκάδες αστυνομικοί έφτασαν και τους μετέφεραν σε αστυνομικό τμήμα. Μεταφέρθηκαν τα παιδιά σε απομονωμένο δωμάτιο από 2 αστυνομικούς, όπου τους ζητήθηκε να γδυθούν τελείως, με διαδοχικές εντολές για κάθε ρούχο. Όταν 2 από αυτά αρνήθηκαν να βγάλουν τα εσώρουχα, η αστυνομία άσκησε σωματική βία εις βάρος τους, και κατόπιν ο ένας υπέκυψε και το αφαίρεσε, ενώ το άλλο συνέχισε να φέρνει αντιρρήσεις και του αφαιρέθηκε το εσώρουχο δια της βίας. Ένα 3ο παιδί επίσης υπέστη σωματική βία, το ανάγκασαν να σκύψει ενώ ήταν γυμνό και στους 4 ζητήθηκε να κάνουν στροφές ενώ ήσαν γυμνοί περισσότερο από μία φορά, για να έχουν οι αστυνομικού την ευκαιρία να έχουν μια καλή παρουσίαση και περιμετρική θέα στα σώματα και τα γενετικά όργανα των παιδιών.. Τους φώναζαν με λέξεις όπως “fuck” και “μαλάκα”. Το τελευταίο παιδί στη σειρά άρχισε να κλαίει και να ζητάει τη μητέρα του. Οι άλλοι του συνέστησαν να γδυθεί, προκειμένου να μη ξυλοκοπηθεί και αυτό. Μετά, τους ζητήθηκε να ντυθούν και στη συνέχεια φωτογραφήθηκαν με τη χρήση κινητού τηλεφώνου ενός αστυνομικού, ως ομάδα και το καθένα ξεχωριστά. Τα κινητά των παιδιών και τα υπάρχοντά τους κατασχέθηκαν de facto, εκτός οποιασδήποτε επίσημης διαδικασίας, και για ώρες δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά. Παρέμειναν σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας για περισσότερο από 6 ώρες, ανάμεσα σε ενήλικες χρήστες ναρκωτικών και ποινικών προσαγόμενων. Όσο για νερό, τους συνέστησαν, όταν ικέτευσαν γι’αυτό, να πάνε να πιουν απευθείας από τη τουαλέτα του αστυνομικού τμήματος που ήταν αδύνατο να προσεγγισθεί λόγω της βρώμας και οσμής. Δεν τους επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους για να καλέσουν τους γονείς τους.
Αφότου απελευθερώθηκαν όλοι τους (με την μνεία ότι επρόκειτο περί “απλής προσαγωγής”), εθελοντές ξεκίνησαν να ζητούν τρόπους να καταγγελθεί η μεταχείρισή τους. Τους απέταρεψαν από την άμεση κατγγελία των συμβάντων. Γύρω στις 8μμ, οι γονείς και τα παιδιά επέστρεψαν στο αστυνομικό τμήμα συνοδευόμενοι από δικηγόρο απαιτώντας να επιτραπεί να κατατεθεί μήνυση. Τους ζητήθηκε να πουν την ιστορία τους κατ’ επανάληψη σε διαφορετικούς αστυνομικούς, εκτός του τυπικού πλαισίου, παρ’όλες τις καταγγελίες της δικηγόρου. Οταν επί τέλους ξεκίνησε να δίνεται κατάθεση, περίπου 2 ώρες αργότερα, μέσα σε διαρκή τηλεφωνήματα, την άφιξη και παρουσία ακόμη και του επικεφαλής της ασφάλειας της περιοχής που οδήγησε τις μαρτυρίες να σταματήσουν στη μέση της κατάθεσης, οι γονείς και τα παιδιά παραπέμφθηκαν σε διαφορετική υπηρεσία (από το αστυνομικό τμήμα στο τμήμα ασφαλείας). Αφού τους έκαναν να περιμένουν για άλλες 2 ώρες για να ξεκινήσει η μήνυση-κατάθεση, ενημερώθηκαν πως το Τμήμα Ανηλίκων της ΓΑΔΑ είχε αποφασιστεί να αναλάβει αυτή την υπόθεση, οπότε το παιδί που του είχε διακοπεί η κατάθεση έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη περιοχή (ΓΑΔΑ). Εκεί, το παιδί του οποίου είχε διακοπεί η κατάθεση, οδηγήθηκε σε δωμάτιο με δύο αστυνομικούς και διερμηνέα του οποίου τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά στον γονέα και στη δικηγόρο, στους τελευταίους ζητήθηκε αυστηρά να περιμένουν έξω από το χώρο που βρισκόταν το παιδί. Το παιδί μπήκε σ’αυτό το δωμάτιο στις 1.23 πμ στις 28 Σεπτεμβρίου και βγήκε εξαντλημένο και χλωμό 3 ώρες αργότερα, στη διάρκεια του οποίου ο γονιός και η δικηγόρος δεν μπορούσαν να έχουν επαφή μαζί τους, παρ’όλα τα αιτήματά τους. Στη συνέχεια, κλήθηκε από τον γονιό να δώσει κατάθεση, παρ’όλες τις διαμαρτυρίες πως το παιδί είχε υποστεί ψυχολογικά τραύματα και ήταν ξεθεωμένο (κόντευε 5 η ώρα τα ξημερώματα) και θα έπρεπε να φύγουν αμέσως. Αρνήθηκαν στο παιδί (δηλ.στη νομικό σύμβουλό του και στον γονιό του) πληροφορίες για το περιεχόμενο της κατάθεσής του. Αρνήθηκαν επίσης στη δικηγόρο αίτημα το παιδί να έχει επείγουσα αξιολόγηση από παιδοψυχολόγο πριν την κατάθεση, ώστε να αξιολογηθεί αν μπορεί να αντέξει να μείνει μόνος με αστυνομικούς, μόλις λίγες ώρες αφού έπεσε θύμα αστυνομικής αυθαιρεσίας με τέτοια ένταση.
Σε κάποιο σημείο, περισσότεροι αστυνομικοί εισήλθαν όπου ήταν το παιδί. Ρωτήσαμε ποιοι ήταν και γιατί επέτρεπαν σ’όλους αυτούς τους αστυνομικούς να μπουν, και πήραμε την απάντηση πως “εργάζονται εδώ”.
Αποκαλύφθηκε πως το παιδί ήρθε αντιμέτωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, με τον δράστη των ειδεχθών εγκλημάτων που μόλις είχε υποστεί…
Το βρίσκω ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως παιδιά κουβαλώντας τις στολές τους και παιχνίδια αντιμετωπίστηκαν ως τρομοκράτες, ακριβώς επειδή τυχαίνει να είναι προσφυγόπουλα. Ένα δεκάχρονο “δυτικό” παιδί ποτέ δεν θα θεωρούνταν ύποπτο επειδή προχωρά στο δρόμο κρατώντας τη στολή του και ένα πανηγυριτζίδικο όπλο παιχνίδι. Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ σε δημοκρατικές κοινωνίες παιδιά να υποβάλλονται σε γδύσιμο και να παρουσιάζουν τα γενετικά τους όργανα σε αστυνομικά όργανα, και να φωτογραφίζονται έξω από κάθε πλαίσιο νομιμότητος, από αυτούς που στη θεωρία έχουν τεθεί για να τους εξυπηρετούν και να τους προστατεύουν, ή να τους συνιστούν να πιουν νερό από βρωμερές τουαλέτες που χρησιμοποιούν οι χρήστες ναρκωτικών, όταν εκλιπαρούσαν για νερό. Το θεωρώ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ το γεγονός ότι και ο γονιός του παιδιού ΚΑΙ η υπερασπίστρια, παραπλανήθηκαν και αγνοήθηκαν κατ’αυτόν τον τρόπο. Το βρίσκω ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως περαιτέρω θυματοποίηση του παιδιού έπαιρνε μέρος κάτω από τη μύτη της υπερασπιστή, ενώ την παραπλανούσαν για τη ταυτότητα των ατόμων που έμπαιναν στο χώρο όπου το παιδί και ο πατέρας έδιναν κατάθεση, και ενώ παραμελούσαν τελείως την ιδιότητά της ως υπερασπίστριας.
Το βρίσκω ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως μετά από τέτοιες ενέργειες, η εν λόγω αστυνομική υπηρεσία θα ζητούσε από τη δικηγόρο να “φέρει” (sic) τα άλλα παιδιά και τους γονείς τους να υποβληθούν σε ανάλογες “αισθητικές”. Το βρίσκω δύσκολο να πιστέψω πως αυτοί που επιμένουν για ώρες να ασκήσουν το θεμελιώδες δικαίωμα να καταθέσουν μήνυση αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατηγορούμενοι, ενώ ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος κατά παιδιών έμπαινε και έβγαινε ελεύθερα (το χώρο όπου το θύμα του προσπαθούσε να αρθρώσει αίτημα λογοδοσίας) αντί να συλληφθεί αμέσως, να ανακριθεί και να βρεθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστή.
Κάτι είναι πραγματικά λάθος για την έκταση της εξουσίας κάποιων κρατικών αξιωματούχων που πιστεύουν ότι μπορούν να ασκούν πάνω στα παιδιά, την αντοχή τους και την καθεαυτή νοητική ακεραιότητα, σ’ένα φαινομενικά ανεξέλεγκτο πλαίσιο μη λογοδοσίας και ατιμωρησίας.
Αυτή η υπόθεση θα πρέπει να αποτελέσει ορόσημο για αυτή την κοινωνία.
Οι αστυνομικοί έλεγχοι και οι σωματικές έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο, που απαγορεύει τις διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του εθνοτικού χαρακτηρισμού, κακομεταχείρισης και αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας. Θα πρέπει να λάβουν ιδιαίτερη μέριμνα για την ευαλωτότητα των παιδιών, και να διαφυλάσσουν την αξιοπρέπειά τους. Να εξασφαλισθεί ένας λειτουργικός, ανεξάρτητος, παρακτικός και αποτελεσματικός μηχανισμός καταγγελιών και λογοδοσίας για την αστυνομική αυθαιρεσία.
Ο περιορισμός των ανθρώπων σε αστυνομικά τμήματα για ώρες, χωρίς καμία λογική και εξατομικευμένη υποψία ποινικών παραπτωμάτων θα πρέπει να σταματήσει. ΤΩΡΑ.”