Χαλάνδρι: “Τις επόμενες 10 μέρες ξάπλωνα και κοιμόμουν δίπλα του, γιατί ένιωθα ότι ήταν ακόμα κοντά μου”

Οι ισχυρισμοί της Γερμανίδας συντρόφου του 64άχρονου Μεσίτη, προς τους Αστυνομικούς της Ασφάλειας, ενισχύουν την εκτίμηση ότι αποκλίνει από τη λόγική επιχειρηματολογία.

«Δεν μπορούσα να καθαρίσω, μύριζε πάρα πολύ και ήθελα να τον ξεφορτωθώ από το σπίτι. Στην αρχή είχα σκεφθεί να τον κουνήσω για να τον πάω στο μπάνιο και να είναι πιο δροσερά εκεί. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Δεν είχε νόημα, αφού και πάλι θα ήταν μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να τον βγάλω από το σπίτιεπειδή δεν ήθελα να τον πιάσω από κάποιο σημείο του σώματός του μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει, πήρα μια ταινία που κολλάει και τον τύλιξα γύρω γύρω. Πήρα ακόμη κάτι σκοινιά από το μηχανάκι του που το είχε παρκαρισμένο απέξω και τον τύλιξα και με αυτά», φέρεται να υποστήριξε στους Αστυνομικούς της Ασφάλειας, η 57άχρονη Γερμανίδα.

«Εγώ έβαλα 5 ή 6 χάπια σε ένα ποτήρι που είχα βάλει μέσα μπλε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και τα διέλυσα στην πορτοκαλάδα με ένα κουτάλι. Μετά του πήγα το ποτήρι αυτό με την πορτοκαλάδα και ο Γιάννης την ήπιε. Αυτά τα χάπια ήταν άσπρα και ήταν πεταμένα μέσα στο συρτάρι στο σαλόνι. Αυτά τα χάπια από ότι μου είχε πει ο Γιάννης, ήταν χάπια που έπαιρνε για να ηρεμήσει. Μετά άρχισε να βήχει πάρα πολύ δυνατά και εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έβηχε συχνά ο Γιάννης όταν ξάπλωνε. Μέσα στη νύχτα σηκώθηκε και ίσως πήγε και ήπιε και κάποιο άλλο χάπι, αλλά δεν ξέρω τι. Αυτό το λέω γιατί την άλλη μέρα είδα στο τραπέζι της κουζίνας ένα κουτάκι που ο Γιάννης είχε τα χάπια της εβδομάδας και αυτό το κουτάκι ήταν ανοιχτό», επιχειρηματολόγησε για το θάνατο του 64άχρονου Μεσίτη η Γερμανίδα συντροφός του.

«Εκείνη την ημέρα ο Γιάννης δεν σηκώθηκε καθόλου από το κρεβάτι. Όταν ξύπνησα στις 19 Δεκεμβρίου το πρωί, επειδή είχα ανησυχήσει πολύ πια από την κατάσταση του Γιάννη, πήγα τον ψηλάφησα και κατάλαβα ότι ήταν κανονικά νεκρός. Δεν είχε παλμούς, δεν ακουγόταν η καρδιά του και φαινόταν στο πρόσωπό του ότι ήταν νεκρός. Με έπιασε πανικός, δεν ήξερα τι να κάνω. Άρχισα να του μιλάω και δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα καταλάβει ότι πέθανε, αλλά δεν το πίστευα και μου άρεσε να είμαι δίπλα του. Το χρειαζόμουν. Από τότε, τις επόμενες 10 μέρες ξάπλωνα και κοιμόμουν δίπλα του, γιατί ένιωθα ότι ήταν ακόμα κοντά μου. Αυτές τις δέκα ημέρες που σας λέω, ζούσα σαν να ήταν μαζί μου. Πήγαινα σούπερ μάρκετ, του μιλούσα, μαγείρευα και για τους δυο μας. Εμένα με ανησυχούσε μην έρθει και τον ψάξει κανένας. Στις 3 Γενάρη πλήρωσα το ενοίκιο»…

Από τα κρατητήρια της Ασφάλειας, η Γερμανίδα συντροφος του Μεσίτη, απευθύνεται στους συγγενείς του, και αναφέρει, «Ζητάω ένα μεγάλο συγνώμη κυρίως από τους συγγενείς του Γιάννη, την πρώην σύζυγό του και τα παιδιά του. Λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε. Είμαι εδώ για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και να λογοδοτήσω όπου χρειάζεται. Δε σκότωσα εγώ τον Γιάννη, αλλά έπρεπε να του δώσω βοήθεια. Ζητώ συγγνώμη κι από τους φίλους, τους γείτονές μας, αλλά κι από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που είναι όλοι τους πολλοί καλοί άνθρωποι. Λυπάμαι πολύ για την αναστάτωση που προκάλεσα..»
Σύμφωνα με το συνήγορο της Γερμανίδας, Σπύρο Δημητρίου, «Προκαλεί εντύπωση η παραμονή της μαζί του, για περισσότερες από 10 μέρες ενώ ήταν νεκρός στο σπίτι και μόνο αυτό το γεγονός προβληματίζει για την ψυχική της κατάσταση και θα πρέπει να εξεταστεί από ψυχίατρο για να συσχετιστεί με την πράξη της και την ικανότητά της και την ικανότητά της να αντιληφθεί το άδικο της πράξης της», αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο ποινικολόγος, υποστηρίζει ότι η 56άχρονη κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι δεν σκότωσε το σύντροφό της αλλά πέθανε λόγω προβλημάτων υγείας σε συνδυασμό με αλκοόλ και ηρεμιστικά χάπια. Αναγνωρίζει ότι η πελάτισσά του,  αποδέχεται πως δεν παρείχε βοήθεια στον 64άχρονο σύντροφό της, ενώ αναγνωρίζει ότι τη χρειαζόταν.