Το 2015, το σύνολο των διεκπεραιωμένων υποθέσεων προσφυγών/καταγγελιών, ερωτημάτων και γνωστοποιήσεων αρχείων και επεξεργασιών ανήλθε σε 2.849, εμφανίζοντας μεν μικρή μείωση 5,5% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό του 2014, παραμένοντας όμως σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με προηγούμενα έτη, κατά περίπου 14% σε σύγκριση με το έτος 2013 και 30% σε σύγκριση με το έτος 2012. Σε 138 περιπτώσεις η εξέταση των υποθέσεων ολοκληρώθηκε με την έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια ή το Τμήμα. Επίσης, το 2015, η Αρχή εξέδωσε 7 γνωμοδοτήσεις.
Ειδικότερα, η Αρχή εξέτασε 452 προσφυγές/καταγγελίες και 1.194 ερωτήματα υπευθύνων επεξεργασίας ή πολιτών σχετικά με τη νομιμότητα συγκεκριμένης επεξεργασίας ή τον τρόπο εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας. Ερεύνησε 1.203 υποθέσεις γνωστοποιήσεων αρχείων και επεξεργασιών, από τις οποίες οι 753 αφορούσαν στην εγκατάσταση και λειτουργία κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης και οι 450 σε τήρηση αρχείων ή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση των γνωστοποιήσεων συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, η οποία ανήλθε σε περίπου 65% σε σύγκριση με το 2014. Επίσης, το 2015, η Αρχή χορήγησε ή ανανέωσε 193 άδειες τήρησης αρχείων ευαίσθητων δεδομένων, 1 άδεια διασύνδεσης αρχείων και 2 άδειες διαβίβασης δεδομένων σε χώρες εκτός ΕΕ. Στις ανωτέρω διεκπεραιωθείσες υποθέσεις περιλαμβάνονται και 32 υποθέσεις πρόσβασης και αντίρρησης σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν.
Η Αρχή κλήθηκε να εξετάσει τις αντιρρήσεις που υπέβαλε ενώπιον της αστυνομικός εν αποστρατεία δια μέσου της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Ειδικότερα, εξέτασε το αίτημα υποκειμένου των δεδομένων αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης κατά το άρ. 13 του Ν. 2472/1997 και σχετικά με τη μη χορήγηση σε αιτούσα τρίτη αντιγράφων των σχετικών εγγράφων από τον πειθαρχικό φάκελο του ιδίου, εν διαστάσει συζύγου της, αστυνομικού. Τα στοιχεία αυτά ζητούσε η αιτούσα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για δικαστική χρήση, σε υπόθεση μεταξύ τους αντιδικίας (ασφαλιστικά μέτρα προσωρινής επιμέλειας τέκνου). Η Αρχή, αρχικά, ερμήνευσε συνδυαστικά τόσο τον νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων όσο και το σχετικό Π.δ. 22/1996 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού). Στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν κατέστη φανερό το αντικείμενο της ποινικής δίκης, καθώς και η σχέση της και ως εκ τούτου και η συνάφεια με τον πειθαρχικό φάκελο του υποκειμένου των δεδομένων. Εξάλλου, η Αρχή υπενθύμισε ότι με σειρά αποφάσεων της έχει κρίνει ότι δεν επιλαμβάνεται σχετικά με τη νομιμότητα της συλλογής και χρήσης προσωπικών δεδομένων, όταν εκκρεμεί δίκη ή διενεργείται προανάκριση ή ανάκριση. Αρμόδιος να κρίνει, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων ή του ανακριτικού υλικού, αν η συλλογή και χρήση των δεδομένων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, δεδομένου μάλιστα ότι το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων του ατόμου κατοχυρώνεται πλέον συνταγματικά στο άρθρο 9Α του Συντάγματος, είναι ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση. Για το λόγο αυτό έκανε δεκτές τις αντιρρήσεις του υποκειμένου των δεδομένων (απόφαση 11/2015).
Σε παρόμοια υπόθεση χορήγησης αντιγράφου του πορίσματος διενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης (ΠΔΕ), σε βάρος αστυνομικών, η Αστυνομική Διεύθυνση ΒΑ Αττικής υπέβαλε στην Αρχή αίτημα παροχής γνωμοδότησης σχετικά με το εάν δύναται να χορηγήσει στον αιτούντα τρίτο, ο οποίος ήταν και ο καταγγέλλων, υπηρεσιακές παραλείψεις των εν λόγω αστυνομικών, το πόρισμα που εξεδόθη για τη διενεργηθείσα αυτή ΠΔΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 εδ. α’ του Π.δ. 120/2008 και κατόπιν της δικής του καταγγελίας. Η Αρχή παρατήρησε ότι ενώ η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία ενημέρωσε τα υποκείμενα των δεδομένων για το υποβληθέν αίτημα, καλώντας τους να ασκήσουν αντιρρήσεις εάν το επιθυμούν, αντί να εξετάσει την υπόθεση και να αποφασίσει επί των αντιρρήσεων, απηύθυνε αίτημα στην Αρχή. Ενόψει των παραπάνω, και καθώς ο αιτών ζητούσε το αντίγραφο του πορίσματος ως καταγγέλλων που δικαιούται πρόσβαση στο πόρισμα αυτό, χωρίς να είναι αναγκαία και απαραίτητη η επίκληση εννόμου συμφέροντος του, η Αρχή επισήμανε ότι η Αστυνομία οφείλει να ακολουθεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 13 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997 διαδικασία, ήτοι να εξετάζει τις έγγραφες αντιρρήσεις του υποκειμένου των δεδομένων εντός της προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών και μόνον εάν δεν ικανοποιηθεί το υποκείμενο και προσφύγει στην Αρχή ή εάν τα αιτούμενα στοιχεία περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα, τότε θα απευθύνεται το αίτημα στην Αρχή προς κρίση. Εν τούτοις, για λόγους οικονομίας της όλης διαδικασίας και χρηστής διοίκησης, η Αρχή εξέτασε τις αντιρρήσειςπροσφυγές των αστυνομικών και τις απέρριψε ως αβάσιμες για τον λόγο ότι ο αιτών το πόρισμα είναι και ο καταγγέλλων παραπτώματα αστυνομικών (απόφαση 79/2015).
Η Αρχή εξέτασε προσφυγή ανθυπαστυνόμου κατά της Ελληνικής Αστυνομίας για παράνομη επεξεργασία δεδομένων που αφορούν στη συνδικαλιστική της ιδιότητα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται γιατί περιλήφθηκε, δίχως την προηγούμενη άδεια της Αρχής και ενημέρωση της ιδίας, σε φάκελο διενεργηθείσας ΕΔΕ, αρχείο οπτικοακουστικού υλικού που εικονίζει το πρόσωπο της ως μέλους συνδικαλιστικού οργάνου αστυνομικών κατά τη διάρκεια μεταγωγής αλλοδαπών σε κέντρο φιλοξενίας. Η Αρχή δέχθηκε ότι η συλλογή και χρήση οπτικοακουστικού υλικού, που εικονίζει πρόσωπα, συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. δ’ του Ν. 2472/1997. Μάλιστα, όταν τα πρόσωπα αυτά φέρονται με την ιδιότητα του μέλους συνδικαλιστικής οργάνωσης, τότε πρόκειται για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. β’ του Ν. 2472/1997. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό εξέταση συλλογή και χρήση του ευαίσθητου δεδομένου της συνδικαλιστικής ιδιότητας έγινε από τα καθ’ ύλην και σύμφωνα με το νόμο αρμόδια να κινήσουν την πειθαρχική διαδικασία όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας σε βάρος της προσφεύγουσας ανθυπαστυνόμου. Για τη συγκεκριμένη δε επεξεργασία, δεν απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και η λήψη άδειας της Αρχής, καθώς η διερεύνηση της διάπραξης τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων αστυνομικών υπαλλήλων συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, η Αρχή απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με τη μη τήρηση της υποχρέωσης της προηγούμενης ενημέρωσης και μη χορήγησης δικαιώματος πρόσβασης ως αβάσιμους, καθώς στο πλαίσιο της ΕΔΕ αστυνομικών υπαλλήλων, που διέπεται από την αρχή της μυστικότητας, τα ως άνω δικαιώματα και υποχρεώσεις υλοποιούνται με βάση τις ειδικές διατάξεις του Π.δ. 120/2008, οι οποίες προβλέπουν την ενημέρωση του υποκειμένου και την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης με την κλήση του προς απολογία, στάδιο στο οποίο χορηγείται πρόσβαση στα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, ενημερώνεται το υποκείμενο των δεδομένωναστυνομικός και λαμβάνει γνώση και των προσωπικών δεδομένων τα οποία τον αφορούν και, ενδεχομένως, πρόκειται να αξιολογηθούν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο (απόφαση 50/2015).
Αναγραφή επωνύμου κατά παρέκκλιση από το πρότυπο ΕΛΟΤ 743
Η Αρχή εξέτασε, επίσης, προσφυγή για αναγραφή επωνύμου σε διαβατήριο κατά παρέκκλιση του προτύπου ΕΛΟΤ 743. Σχετικώς έκρινε ότι το επώνυμο της προσφεύγουσας στο υπό έκδοση διαβατήριο σε λατινικούς χαρακτήρες πρέπει να αναγραφεί, κατά παρέκκλιση από το πρότυπο ΕΛΟΤ 743, σύμφωνα με την γνωμοδότηση 1/2013 της Αρχής, επειδή α) με τον τρόπο αυτό το επώνυμο αναγραφόταν και σε άλλα μέλη της οικογένειας της, β) με τον τρόπο αυτό είχε αναγραφεί σε προγενέστερα διαβατήρια της ημεδαπής και αλλοδαπής, γ) με το επώνυμο αυτό η οικογένεια της είχε καθιερώσει επαγγελματικές και εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα, οπότε η διπλή αναγραφή ενδέχεται να δημιουργήσει πρόβλημα διαφορετικής ηχητικής απόδοσης, αλλά και ταυτοπροσωπίας, στις επαγγελματικές και εμπορικές υποχρεώσεις της, δ) η διπλή αναγραφή θα δημιουργούσε προβλήματα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του υιού της και της οικογένειας της στην αλλοδαπή, και ε) η Αρχή είχε ήδη αποφανθεί στην περίπτωση του εγγονού της με προγενέστερη απόφαση της. Ωστόσο, απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας ως προς το σκέλος που αφορά την αλλαγή του ονόματος της, διότι δεν προέκυψε τέτοιο υποβληθέν αίτημα από τις αναφορές της προς τη Δ/νση Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας και τον Προϊστάμενο του Κλάδου Ασφαλείας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας (απόφαση 22/2015).
Η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα , συμπλήρωσε 17 χρόνια λειτουργίας από την ίδρυσή της , με τον Ν. 2472/1997, ο οποίος εκδόθηκε για τη μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Στο διάστημα αυτό της λειτουργίας της η Αρχή, χάρη στην προσπάθεια και την αφοσίωση στο καθήκον των μελών και του προσωπικού της, εδραιώθηκε στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών ως πραγματικός φορέας προστασίας των προσωπικών δεδομένων τους, όπως ακριβώς θέλησε ο ενωσιακός νομοθέτης με την Οδηγία 95/46/ΕΚ και κυρίως ο Έλληνας νομοθέτης, ο οποίος ανήγαγε σε συνταγματικό επίπεδο την προστασία των προσωπικών δεδομένων των Ελλήνων πολιτών (άρθρο 9Α Συντ.) και εξασφάλισε ειδική μεταχείριση και αυξημένες εγγυήσεις στα μέλη και το προσωπικό της Αρχής (άρθρο 101 Συντ., Ν. 3051/2002 όπως ισχύει).