Ματι: Η οικογένεια Φύτρου ξεκληρίστηκε στη φωτιά- «Η Εβίτα έμεινε ζωντανή αρκετή ώρα»

Η Βαρβάρα Φύτρου έζησε και θυμάται τέσσερα χρόνια μετά, την προσπάθειά της να εντοπίσει την οικογένειά της, εκείνο το απόγευμα της  23ης Ιουλίου 2018 όταν ξέσπασε η φονική πυρκαγιά στο μάτι και η οικογένειά της ξεκληρίστηκε

Η Βαρβάρα Φύτρου ήταν στη δουλειά της, όταν ενημερώθηκε για την εκδήλωση της πυρκαγιάς στο Μάτι. Ο σύζυγος της, Γρηγόρης με τα δύο τους παιδιά ήταν στο εξοχικό της οικογένειας, στο Μάτι. Είχαν προγραμματίσει να γιορτάσουν τα γενέθλια της μεγαλύτερης κόρης τους, που ήταν τις προηγούμενες ημέρες. Ο Γρηγόρης και ο 11χρονος Ανδρέας, υπέστησαν θανατηφόρα εγκαύματα δίπλα στο οικογενειακό τους αυτοκίνητο, ενώ η 13χρονη Εβίτα, κατακρημνίστηκε για να σωθεί και κατέληξε από πολλαπλά τραύματα. ‘Ηταν ανάμεσα στους 103 νεκρούς της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.

Η Βαρβάρας Φύτρου, περιέγραψε τις στιγμές που έζησε στην προσπάθειά της να εντοπίσει την οικογένειά της, κι ενώ όλα γύρω της ήταν καμένα.

«Συνέχισα να πηγαίνω προς το σπίτι όταν λίγο πριν από την Αγία Μαρίνα, συνάντησα δύο αστυνομικούς και δε με άφησαν να περάσω. Κατέβηκα και τους είπα ότι ψάχνω τα παιδιά μου και τον άντρα μου, ότι καίγεται το σπίτι μου να με αφήσουν να περάσω, αλλιώς θα περάσω από πάνω τους. Παντού υπήρχε σκοτάδι και μαυρίλα, όλα καμένα. Η αποκάλυψη του Ιωάννη. Ήξερα ότι ο Γρηγόρης ήταν μαχητής και θα έκανε τα πάντα για να σώσει τα παιδιά. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι. Φώναζα τα ονόματά τους. Πατούσα σε αποκαΐδια γύρω μου. Ήταν καμένα αυτοκίνητα και σε κάποια ήταν μέσα καμένοι άνθρωποι. Το καουτσούκ από τις σαγιονάρες που φορούσα είχε καεί. Δεν ήξερα που πατούσα. Παντού μύριζε καμένη σάρκα.

Πήγα στο Λιμεναρχείο, κοίταξα τις λίστες με τους διασωθέντες, δεν ήταν πουθενά. Μπήκα στο γραφείο του Διευθυντή του Λιμενικού, έδωσα και τα τρία ονόματα. Μετά από λίγο, με δυσκολία μία αξιωματικός του Λιμενικού μου είπε ότι έχουν ενημέρωση για ένα κοριτσάκι. Ζήτησα να μου δείξουν φωτογραφία και πράγματι αναγνώρισα την Εβίτα μου. Πάγωσα. Ήξερα ότι το νήμα της ζωής του παιδιού μου είχε κοπεί. Συνέχισα να ελπίζω για τον Ανδρέα και τον Γρηγόρη μου. Μετά πήγα στο οικόπεδο που βρέθηκαν νεκροί 26 άνθρωποι. Μου είπαν ότι θα τους πάνε στο Σχιστό και στο Γουδί. Πήγα στο Σχιστό και περίμενα να έρθουν οι σάκοι με τους νεκρούς. Ήθελα να βεβαιωθώ με τα ίδια μου τα μάτια ότι οι άνθρωποί μου είναι ανάμεσά τους».

«Για τον λόγο αυτό επέμενα να μπω και να ανοίξω μόνη μου τους σάκους για να δω και να ξέρω τι μου γίνεται. Όταν είδα τον Γρηγόρη ήταν τελείως καμένος. Έδωσα dna και μετά από 2- 3 ημέρες ταυτοποιήθηκε με την Εβίτα και τον άντρα μου. Δυστυχώς, με το δικό μου dna ταυτοποιήθηκε και το δεύτερο παιδί μου, ο Αντρέας, ο οποίος ήταν πολύ λιγότερο καμένος από τον Γρηγόρη και ήταν με ανοιχτά τα μάτια».

«Η Εβίτα στην προσπάθειά της να σωθεί από τη φωτιά που την κυνηγούσε, έτρεξε προς τη θάλασσα και έπεσε στον γκρεμό από ύψος 20- 30 μέτρα. Η Εβίτα δεν κάηκε. Χτύπησε σε διάφορα σημεία του σώματός της, ωστόσο ήταν ακόμα ζωντανή. Έμεινε ζωντανή αρκετή ώρα. Είμαι βέβαιη, αν είχαν κινητοποιηθεί ως όφειλαν άμεσα οι φορείς και κυρίως η πυροσβεστική το παιδάκι μου θα το είχαν εντοπίσει. Ωστόσο η Πυροσβεστική και οι άλλοι φορείς ήταν απόντες».

«Είμαι σίγουρη ότι αν η Πυροσβεστική είχε ενημερώσει έγκαιρα το Λιμενικό και το ΓΕΕΘΑ (που κινητοποιήθηκαν τελικά με δική τους πρωτοβουλία) τότε θα είχαν βρει την Εβίτα. Αυτό για μένα δεν είναι αμέλεια είναι εγκληματική αδιαφορία» .