Θέλουν “Grexit” κι απ’ τη “Σένγκεν”, σε περίπτωση εξόδου|ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

“Grexit” και από τη “Συνθήκη του Σένγκεν” συζήτησαν οι «εταίροι», στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους, στο ενδεχόμενο.. “εξόδου” της Ελλάδας.

Ένα Grexit πέρα από τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενδεχομένως να φέρει και ένα «τοίχος» στα σύνορά μας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα υψώσει μετά από 23 χρόνια (το 1992 υπέγραψε τη Συμφωνία) φράχτες προς τις χώρες της Ε.Ε. και οι Έλληνες θα υπόκεινται σε τελωνειακό και διαβατηριακό έλεγχο σε ταξίδια και εντός Ευρώπης.

Τι σημαίνει πρακτικά η έξοδος από τη Συνθήκη του Σένγκεν

«Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται το να βγούμε από τη Συνθήκη του Σένγκεν. Και αυτό γιατί όπως και με την έξοδο από το ευρώ έτσι και σε αυτή την περίπτωση οι Ευρωπαίοι έφτιαξαν μία συνθήκη για να βάζουν μέλη αλλά όχι για να βγάζουν. Ποιος θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι θα φτάσουμε στο σήμερα; Έτσι, μία αποβολή δεν είναι καθόλου εύκολη. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι μία αναστολή της εφαρμογής της συνθήκης για μία χώρα για συγκεκριμένη περίοδο που θα οριστεί από τους Ευρωπαίους», λέει στον «Ελεύθερο τύπο της Κυριακής» ο Άγγελος Συρίγος, καθηγητής του διεθνούς δικαίου και της εξωτερικής πολιτικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ο κ. Συρίγος προσθέτει τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν για τη χώρα μας: «Το πρακτικό αποτέλεσμα μίας αναστολής της Συνθήκης για την Ελλάδα θα αφορά κυρίως στις μετακινήσεις των Ελλήνων προς χώρες της Ε.Ε. Σήμερα ένας πολίτης είτε πάει αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη είτε στη Γερμανία, για παράδειγμα, υπόκειται στον ίδιο έλεγχο. Αν δεν ισχύει η Συνθήκη θα γίνεται τελωνειακός και διαβατηριακός έλεγχος. Αυτό, όμως, είναι το τυπικό κομμάτι. Το ουσιαστικό είναι ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ελλάδα θα αρχίσει να παίρνει ένα διαφορετικό δρόμο, αντίθετο από τον ευρωπαϊκό και σίγουρα θα βγει από την καρδιά της Ευρώπης που ανήκε μέχρι σήμερα».

Στις ευρύτερες επιπτώσεις για την Ελλάδα και όχι στο τυπικό μέρος της διαδικασίας στέκεται και ο νομικός-ειδικός στη μεταναστευτική πολιτική- κ. Βασίλης Χρονόπουλος, ο οποίος εκτιμά ότι μία έξοδος από τη Σένγκεν θα άνοιγε το δρόμο και για άλλες αρνητικές εξελίξεις. «Σε βάθος χρόνου μπορεί να ανοίξουν και άλλα ζητήματα. Πως για παράδειγμα χώρες της Ε.Ε. θα αντιμετωπίσουν το δικαίωμα της ελεύθερης κινητικότητας εντός Ε.Ε., όπως και το θέμα των αδειών διαμονής και εργασίας. Και αυτό σε μία περίοδο που όλο και περισσότεροι Έλληνες βγαίνουν έξω για μία θέσης εργασίας. Δικαιώματα που σήμερα είναι κεκτημένα σιγά σιγά μπορεί να αμφισβητηθούν, κάτι που έχει αρχίσει ήδη να γίνεται κυρίως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρκετών κρατών-μελών. Η Δανία είναι μία από τις χώρες που έχει αρχίσει να συζητά το θέμα των περιορισμών», δηλώνει ο κ. Χρονόπουλος.

Προσθέτει δε πως «οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να ικανοποιήσουν και το ακροατήριο της χώρας τους. Και πολλές φορές λαϊκίζουν στο πλαίσιο αυτό. Λένε για παράδειγμα γιατί εμείς να δίνουμε επιδόματα που δίνουμε στους πολίτες μας και σε Ευρωπαίους οικονομικούς μετανάστες που έρχονται στη χώρα μας (όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία). Θυμόμαστε ότι πριν λίγα χρόνια ο Σαρκοζί απέλασε από τη Γαλλία Ρομά που ήταν υπήκοοι Πολωνίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας».

Τι προβλέπει η Συνθήκη- Η Συμφωνία του Σένγκεν υπεγράφη στις 14 Ιουνίου 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου ανάμεσα σε πέντε κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία). Στόχος της ήταν η προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα, υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία.

Στις 19 Ιουνίου 1990 υπεγράφη εκ νέου στο Σένγκεν η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν που συμπλήρωνε και εξειδίκευε την αρχική Συμφωνία. Η συνεργασία κινούνταν σε καθαρά διακυβερνητικό επίπεδο και εκτός του θεσμικού πλαισίου των Ευρωπαικών Κοινοτήτων, μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

Άλλα κράτη μέλη των ΕΚ και της ΕΕ που μεταγενέστερα υπέγραψαν Πρωτόκολλα και Συμφωνίες προσχώρησης στα δύο ανωτέρω διεθνή κείμενα ήταν η Ιταλία το 1990, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1991, η Ελλάδα το 1992, η Αυστρία το 1995 και η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία το 1996.

του Παναγιώτη Σπυρόπουλου

——-

Νάντια Αλεξίου- NantiaReport