ΜΟΔ Αθηνών: Καταθέσεις των κατηγορούμενων στην υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου- Καταθέτει ο κοσμηματοπώλης

Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας εκδικάζεται η υπόθεση του θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου, ο οποίος είχε εισβάλλει σε κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, με τον ιδιοκτήτη του, να είναι ο πρώτο από τους κατηγορούμενους που ξεκίνησε την απολογία του

Ο 77χρονος κοσμηματοπώλης, πατέρας τριών παιδιών ο ίδιος, αρνήθηκε πως είχε οποιαδήποτε πρόθεση να επιφέρει θάνατο στο Ζακ Κωστόπουλο -όπως επανέλαβε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της απολογίας του- ήθελε ωστόσο να εγκλωβίσει μέσα στο κατάστημα τον 33χρονο προκειμένου να έρθει η αστυνομία και να τον συλλάβει. Όπως ανέφερε στην απολογία του, πλησιάζοντας στο κατάστημα του τον ενημέρωσαν άλλοι επαγγελματίες ότι το άτομο που ήταν στην επιχείρησή του, κρατούσε μαχαίρι και όταν το είδε φοβήθηκε.

«Του έριξα 2-3 ξώφαλτσες»

Όπως ο κατηγορούμενος ανέφερε, είδε το Ζακ Κωστόπουλο μέσα στο κατάστημα να ψάχνει τα συρτάρια και να πιάνει τον πυροσβεστήρα για να σπάσει την τζαμαρία. «Του πέταξα μία πέτρα να σταματήσει να σπάει το μαγαζί» περιέγραψε ο 77χρονος κατηγορούμενος, για ό,τι συνέβη ενώ πρόσθεσε πως όταν ο 33χρονος επιχείρησε να βγει από τη τζαμαρία του κοσμηματοπωλείου του, «του έριξα 2-3 ξώφαλτσες» (σσ κλωτσιές) για να τον σταματήσει χωρίς να είναι σίγουρος πως τον πέτυχαν

«Δεν έλειπε τίποτα από το μαγαζί»

Ο κατηγορούμενος επανέλαβε σε αρκετά σημεία της απολογίας του, πως ένιωσε φόβο και ήταν πεπεισμένος πως ο άνδρας που ταυτοποιήθηκε στη συνέχεια στα στοιχεία του Ζακ Κωστόπουλου, μπήκε στο κατάστημα του για να κλέψει, ωστόσο παραδέχθηκε ότι τελικά δεν αφαίρεσε το οτιδήποτε. Στις επίμονες ερωτήσεις της Προέδρου της Έδρας και των άλλων μελών της σύνθεσης δεν στο εάν θα άλλαζε κάτι εάν γυρνούσε το χρόνο πίσω, κρίθηκε ότι δεν είχε σαφή απάντηση.

«Με απειλεί να μην μπω στο μαγαζί μου. Αυτό ένιωσα. Και ήταν η πρώτη μου εντύπωση. Αφού βγήκε κατάλαβα ότι δεν έλειπε τίποτα από το μαγαζί». Αναφέρθηκε στο συμπέρασμα που έχει καταλήξει, πως «Η πρώτη σκέψη μου είναι ότι θέλει να κλέψει. Τι να υποθέσει κανείς, ότι μπήκε να πάρει καφέ; Πήγε στο ταμείο δεν βρήκε λεφτά. Και είπε τι να κλέψω τώρα, θα με πιάσουν, την έχω βαμμένη»

Παρατίθεται χαρακτηριστικό απόσπασμα των ερωτήσεων που δέχθηκε ο κατηγορούμενος από την Πρόεδρο της Έδρας και τα άλλα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου:
Πρόεδρος: Πως ζυγίζετε αυτές τις ενέργειες, πατάω το χέρι κάποιου ή κλωτσάω το κεφάλι του. Ποια η διαφορά;
Κατηγορούμενος: Τα χτυπήματα τα δικά μου δεν ήταν σοβαρά. Δεν είναι χτύπημα που κοιτάει να επιφέρει θάνατο.
Πρόεδρος: Και ποιο χτύπημα είναι αυτό που επιφέρει θάνατο;
Κατηγορούμενος: Ήταν ξώφαλτσες οι κλωτσιές. Δεν τον πήρα και καλά. Από άλλο πέθανε. Δεν ήταν και στα καλά του. Το παιδί είχε κάποιο πρόβλημα σοβαρό. Δεν μπαίνεις έτσι σε ένα κατάστημα.
Εισαγγελέας: Σκεφτήκατε να μην τον χτυπήσετε;
Κατηγορούμενος: Ήμουν σε κάποια ψυχολογική κατάσταση και ήθελα να τον κρατήσω στο μαγαζί για να έρθει η αστυνομία…
Εισαγγελέας: Σπάζοντας την τζαμαρία πως θα τον σταματούσαμε;
Κατηγορούμενος: Με τις κλωτσιές, με το πόδι να τον σταματήσουμε. Να τον φοβερίσουμε. Ίσως να παρασύρθηκα λιγάκι από τις φωνές του κόσμου που έλεγε να μην τον αφήσουμε.
Εισαγγελέας: Ο κόσμος έλεγε και να τον αφήσετε ήσυχο, να μην τον σκοτώσετε.
Κατηγορούμενος: Έκανα λάθος με τον τρόπο που προσπάθησα να τον κρατήσω.