Καταδίκη της Ελλάδας απο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη διάταξη δημοσιοποίησης στοιχείων των οροθετικών ιεροδουλων

Eυρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων των οροθετικών γυναικών το 2012 με συνολική αξίωση αποζημίωσης €70.000 στις δυο επιζήσασες

«Η δημοσιοποίηση της ταυτότητας και των ιατρικών δεδομένων ιερόδουλων που διαγνώστηκαν με HIV ήταν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική ζωή» αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την απόφαση το 2012 της δημοσιοποίησης των στοιχείων και φωτογραφιών οροθετικών ιερόδουλων γυναικών.

Η υπόθεση (αιτήσεις αρ. 71555/12 και 48256/13) αφορά τη δημοσίευση, με απόφαση των Ελληνικών αρχών, ιατρικών δεδομένων και τις συνθήκες υπό τις οποίες έπρεπε να υποβληθούν σε εξέταση αίματος ιερόδουλων οι οποίες  είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές και την κάλυψη τους από τα ΜΜΕ.

Στην απόφαση (23/01) του Τμήματος1 του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκδόθηκε από τμήμα επτά δικαστών, αποτελούμενο από τους: Pere Pastor Vilanova (Ανδόρα), Πρόεδρος, Jolien Schukking (Ολλανδία), Yonko Grozev (Βουλγαρία), Darian Pavli (Αλβανία), Peeter Roosma (Εσθονία), Ιωάννης Κτιστάκης (Ελλάδα), Oddný Mjöll Arnardóttir (Ισλανδία) και επίσης Milan Blaško, Section Registrar κι έκρινε ομόφωνα, ότι υπήρξαν δύο παραβιάσεις παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σε σχέση με δύο αιτούντες, λόγω των εξετάσεων αίματος και τη δημοσίευση δεδομένων τα οποίατος αφορούσαν.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δείγματα αίματος που επιβλήθηκαν σε δύο αιτούντες ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή και σημείωσε ότι αυτό δεν ήταν σύμφωνο με το νόμο κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, δεδομένου ότι οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η ελληνική  Κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει ιατρική παρέμβαση, είτε διενεργήθηκε από αστυνομικούς είτε γιατρούς, όπως αυτή που επιβλήθηκε στις ιερόδουλες .

Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση των δεδομένων των τεσσάρων προσφευγόντων ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες αυτών των αιτούντων και οι πληροφορίες ότι ήταν οροθετικοί, είχαν μεταφορτωθεί στον ιστότοπο του αστυνομικού τμήματος και μεταδόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, και ο εισαγγελέας δεν είχε προσπαθήσει να εξακριβώσει εάν άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν λιγότερη έκθεση στα μέσα ενημέρωσης των αιτούντες, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί στις υποθέσεις τους.

Το Δικαστήριο αποφάσισε να διαγράψει (άρθρο 37 της Σύμβασης) την αίτηση πέντε προσφευγόντων, καθώς τέσσερις από αυτές είχαν πεθάνει και μια δεν ήταν πλέον σε επαφή με τους εκπροσώπους της. Αποφάσισε να συνεχίσει την εξέταση της αίτησης όσον αφορά έξι αιτούντες, ένας από τους οποίους είχε πεθάνει αλλά τα παιδιά της επιθυμούσαν να συνεχίσουν την αίτηση στο όνομά τους. Απέρριψε επίσης τις καταγγελίες προσφευγόντων ως εκπρόθεσμες ή για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσέφυγαν έντεκα Ελληνίδες γεννημένες μεταξύ 1976 και 1986. Δέκα από τις οποίες ήταν ιερόδουλες που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές και η  αδελφή ιερόδουλης.

Στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης (2012) στο κέντρο της Αθήνας, ιερόδουλες, μεταξύ των οποίων δέκα από τις αιτούσες, συνελήφθησαν. Χρειάστηκε να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας, ιατρικό έλεγχο για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και εξετάσεις αίματος.

Σε βάρος τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση και της απλής βλάβης. Με διάταξη Εισαγγελέα (βάσει του Νόμου αρ. 2472/1997) δόθηκε άδεια δημοσιοποίησης γαι τα ονόματα και φωτογραφίες τους, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους και αναφορά στην οροθετική τους κατάσταση, με ανάρτηση ωε Δελτίο Τύπου στον ιστότοπο της αστυνομίας και η διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων έλαβε εκτεταμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, ειδικά στην τηλεόραση.

Η προσφεύγουσα, αδερφή ιερόδουλης θετική με HIV, ενημερώθηκε από γνωστό της ότι το όνομά της και η φωτογραφία της είχαν μεταδοθεί στο κεντρικό απογευματινό τηλεοπτικό Δελτίο ειδήσεων αντί για την φωτογραφία της αδερφής της.

Η κυβέρνηση ανέφερε ότι η εν λόγω παρέμβαση βασίστηκε σε συνδυασμό διατάξεων. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι όλες οι νομικές διατάξεις που αναφέρονται από την κυβέρνηση αφορούσαν την υποχρέωση των ατόμων που ασχολούνται με την πορνεία, με ή χωρίς άδεια, να υποβάλλονται σε τεστ ελέγχου για ορισμένες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του HIV/Aids. Ωστόσο, καμία από αυτές τις διατάξεις δεν ανέφερε τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί, ούτε αναφορά σε έλεγχο που επρόκειτο να διεξαχθεί από αστυνομικές ή δικαστικές αρχές, με ή χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων ατόμων. Επιπλέον, οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούσαν εισαγγελική εντολή πριν από τον ανακριτή ή αστυνομικούς να μπορέσουν να προβούν σε ανακριτικά μέτρα, με μόνη εξαίρεση όταν υπήρχε άμεσος κίνδυνος, επιχείρημα που δεν είχε επικαλεστεί ποτέ η κυβέρνηση και το οποίο, δεν συνέβαινε στην υπόθεση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το μέτρο είχε ληφθεί με σκοπό την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων για τη συμμετοχή των προσφευγόντων σε αδίκημα στο πλαίσιο προανάκρισης, δεν είχε εκδοθεί καμία εντολή για την επιβολή αιματολογικών εξετάσεων στην αστυνομία ή σε γιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ.  δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις του εσωτερικού δικαίου έπρεπε να ήταν προβλέψιμες ως προς τα αποτελέσματά τους για την αιτούντες. Αυτό ακολούθησε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης σε σχέση με τους δύο ενδιαφερόμενους αιτούντες.

Αναφορικά με τη Δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων η καταγγελία υποβλήθηκε από έξι αιτούντες, ένας από τους οποίους την είχε υποβάλει εκπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Ενώ η προσφεύγουσα της οποίας το όνομα είχε δημοσιευθεί αντί της αδερφής της, το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε υποβάλει αίτηση για ανάκληση της εισαγγελικής παραγγελίας και αυτό έγινε δεκτό. Οι ελληνικές αρχές είχαν αναγνωρίσει, τουλάχιστον επί της ουσίας, και στη συνέχεια παρείχαν επανόρθωση για την παραβίαση της Σύμβασης για την οποία κατήγγειλε η προσφεύγουσα σε σχέση με την βλάβη που ισχυρίζεται οτι υπέστη. Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την καταγγελία της. Για τέσσερις προσφεύγοντες, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η δημοσίευση των δεδομένων των προσφευγόντων ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά τους στο σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο εισαγγελέας δεν είχε εξετάσει στην παραγγελία του εάν θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν μικρότερο βαθμό έκθεσης για τους αιτούντες, στην παρούσα υπόθεση. Είχε απλώς διατάξει τη δημοσίευση των επίμαχων δεδομένων, χωρίς να εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση καθενός από τους αιτούντες ή να εκτιμήσει τις πιθανές συνέπειες για αυτούς από μια τέτοια διάδοση. Ούτε είχε εξετάσει εάν μια γενική ανακοίνωση, που περιοριζόταν στην περιοχή στην οποία συνέβησαν τα γεγονότα και αναφερόταν απλώς στη σύλληψη ιερόδουλων που ήταν οροθετικές, θα μπορούσε να αρκούσε για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Αν και οι ελληνικές αρχές επιδίωκαν να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία, και πιο συγκεκριμένα την υγεία των ατόμων που είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τους αιτούντες σε οποιοδήποτε σημείο, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι το παραπάνω μέτρο δεν θα είχε επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο, ενώ είχε λιγότερο σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή των αιτούντων. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη νομική δυνατότητα να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον εισαγγελέα ούτε μετά την έκδοση της διαταγής, να ασκήσουν έφεση προκειμένου να επανεξεταστεί από την εισαγγελέας προσαρτημένος στο εφετείο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει συνολικά 70.000 ευρώ στους ενδιαφερόμενους προσφεύγοντες (δηλαδή 20.000 ευρώ έκαστος στους προσφεύγοντες που απαριθμούνται στους υπ’ αριθ. 1 και αρ. 6 της απόφασης, και 15.000 ευρώ σε καθέναν από τους προσφεύγοντες που αναφέρονται στους αριθμούς 2 και 7) για ηθική βλάβη. Ξεχωριστή γνώμη εξέφρασαν οι δικαστές Vilanova, Grozev και Ktistakis η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.

Σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 της Σύμβασης, η απόφαση του Τμήματος δεν είναι τελεσίδικη. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου μετά την παράδοσή της, οποιοδήποτε μέρος μπορεί να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου. Εάν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, μια ομάδα πέντε δικαστών εξετάζει εάν η υπόθεση χρίζει περαιτέρω εξέτασης*.

_________

*Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης (εδώ).