Γιατί έφυγε ο Χρυσοχοΐδης..

Πώς ένας υπουργός, γνώστης των θεμάτων Προστασίας του Πολίτη, που πέτυχε πολλούς στόχους βρέθηκε εκτός κυβέρνησης

Η τέταρτη θητεία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο περιβόητο «κτίριο της Κατεχάκη», ολοκληρώθηκε με μια αποπομπή που δεν εξηγήθηκε επαρκώς. Η αναζήτηση των αιτίων χάθηκε –όπως και ο ίδιος ο ανασχηματισμός– μέσα στις εντυπώσεις από τη ματαίωση της ανακοινωθείσας υπουργοποίησης του Ευάγγελου Αποστολάκη, που θα αναλάμβανε τα καθήκοντα του Νίκου Χαρδαλιά στην Πολιτική Προστασία. Γιατί διακόπηκε η συνεργασία του πρωθυπουργού με τον κεντροαριστερό πολιτικό που έχει ταυτιστεί με την ασφάλεια και παρέμενε στις πρώτες θέσεις της δημοτικότητας μεταξύ των υπουργών;

Υπουργός Προστασίας του Πολίτη στις κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου, Λουκά Παπαδήμου και Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Χρυσοχοΐδης έχει γίνει στόχος της Αριστεράς, αλλά και άλλων σε όλα τα κόμματα. Είναι αυτοί που επιμένουν ότι έχει «ψυχολογία και ευαισθησία μπάτσου». Για πολλούς άλλους έχει καταγραφεί ως ο μόνος πολιτικός με το θάρρος και τη μέθοδο να αντιπαρατεθεί με την «εθιμοτυπία της μεταπολίτευσης», όπου οι καταλήψεις, οι ρίψεις μολότοφ και οι τρομοκρατικές επιθέσεις καθιερώθηκαν σχεδόν ως συνώνυμο της «ελληνικότητας». Ας προσθέσουμε ότι συμμετείχε και στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν στις 8 Ιουλίου 1994 ανέλαβε υφυπουργός Εμπορίου. Γρήγορα σημείωσε επιτυχίες στον έλεγχο των τιμών (τότε ο πληθωρισμός ήταν διψήφιος). Στη θέση αυτή έμεινε 4,5 χρόνια. Δεν ανήκε στον σκληρό πυρήνα των εκσυγχρονιστών. Οι επιδόσεις του ήταν η αιτία που ο Κώστας Σημίτης τού ανέθεσε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στις 19 Φεβρουαρίου 1999. Μέχρι σήμερα οι σχέσεις τους είναι άριστες.

Κυβερνητικές πηγές διέδωσαν πρόσφατα ότι η φθορά της εικόνας του συνέβη εν μέρει στη Νέα Σμύρνη τον Απρίλιο του 2021, όταν η Αστυνομία κατηγορήθηκε για υπερβολική βία που ο ίδιος αρνήθηκε να καταδικάσει. Κυρίως όμως λέγεται ότι πλήρωσε την αποτυχία ελέγχου των πρόσφατων καταστροφικών πυρκαγιών. Ωστόσο, όπως τονίζουν πηγές προσκείμενες στον πρώην υπουργό, η Νέα Σμύρνη ήταν αποτέλεσμα της δράσης μιας μικρής αριστερής ομάδας που εγκλώβισε τις αστυνομικές δυνάμεις σε ένα προσχεδιασμένο επεισόδιο. Οσο για την «αστυνομική βία», αυτή έχει τρία χαρακτηριστικά: Πρώτον, κάποια περιστατικά δεν μπορεί παρά να εκδηλώνονται ως «παρενέργειες» μιας Αστυνομίας που πραγματικά επιχειρεί. Δεύτερον, τα περιστατικά βίας είναι συγκρίσιμα με την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Αστυνομία βρισκόταν σε… «πολιτική καραντίνα». Τρίτον, το «φούσκωμα» των εντυπώσεων περί αστυνομικής βίας οφείλεται σε μια αφήγηση της αντιπολίτευσης που μεγιστοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στόχος είναι ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης σε φοβική απραξία, έτσι ώστε να εμφανίζεται στην κοινή γνώμη ανίκανη να ασκήσει εξουσία. Το κλίμα που δημιουργήθηκε έφερε σε αμηχανία κυβερνητικά στελέχη που δεν είναι συνηθισμένα σε αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση. Τα μετεμφυλιακά και μεταπολιτευτικά στερεότυπα για την Αστυνομία εξακολουθούν να συντηρούνται λόγω της χρόνιας αδυναμίας της Κεντροδεξιάς να σχηματίσει μια αντίρροπη αφήγηση.

Το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη κληρονόμησε την «κανονικότητα» της ανομίας στο Πεδίο του Αρεως, στην (πρώην) ΑΣΟΕΕ, στο Πολυτεχνείο, στις γειτονιές και στους δρόμους. Αυτοκίνητα καίγονταν, τζαμαρίες έσπαγαν και κτίρια καταλαμβάνονταν με ευκολία. Οι αξιωματικοί της Αστυνομίας αντιλαμβάνονταν ότι η πολιτική εξουσία δεν επιθυμούσε πολλές επεμβάσεις. Τα φυτώρια της τρομοκρατίας και οι «ακαδημίες των μολότοφ», μέσα και έξω από τις φυλακές και τα πανεπιστήμια, ήταν πλέον γνωστά ακόμα και στους πιο ανυποψίαστους. Η πολιτική ανομία είχε επιβραβευθεί με ασυλία και ζωτικό χώρο στην Αθήνα. Ο Μητσοτάκης είχε δεσμευτεί ότι το πρώτο που θα έκανε ήταν «να καθαρίσει τα Εξάρχεια». Μόλις εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ., άρχισε να συνομιλεί τακτικά με τον Χρυσοχοΐδη. Η οικογένεια Μητσοτάκη διατηρεί καλές σχέσεις με τον πολιτικό εδώ και 20 χρόνια. Οι σχέσεις χτίστηκαν μετά τη σύλληψη της 17Ν, που ευθύνεται για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Η ευαισθησία του πρωθυπουργού σε θέματα τρομοκρατίας καθιστούσε την «επιστράτευση» του Χρυσοχοΐδη μια απαραίτητη εγγύηση ότι η «παράλληλη πραγματικότητα» της ανομίας δεν θα σαμποτάρει την κυβέρνηση, όπως έγινε το 1990-1993, όταν οι τρομοκρατικές επιθέσεις αυξήθηκαν.

Αμηχανία
Αλλά και οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Σαμαρά βρέθηκαν αμήχανες μπροστά σε μεθόδους μόχλευσης της αγανάκτησης στις οποίες αριστεύει η Αριστερά. Παράλληλα, η υπουργοποίηση Χρυσοχοΐδη έμοιαζε με συγκυβέρνηση με την Κεντροαριστερά, μπλοκάροντας έτσι τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στο Κέντρο. Ο Χρυσοχοΐδης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη συμβόλιζε την επένδυση στους αρίστους, την αφοσίωση στο έργο και τη διεύρυνση στο Κέντρο.

Το σχέδιο Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη πήγε καλά. Με την τέταρτη ανάληψη των ίδιων καθηκόντων μέσα σε 20 χρόνια, ο Χρυσοχοΐδης αφύπνισε την Αστυνομία, στήριξε ηθικά και υλικά τους ανθρώπους της και υπενθύμισε την ηθική ανωτερότητα της νομιμότητας που, όπως έχει πει, είναι προϋπόθεση και θεμέλιο της Δημοκρατίας. Γιατί αυτός ξεχωρίζει από άλλους που αναλαμβάνουν την ίδια θέση; Γιατί η αντιμετώπιση της δολιοφθοράς των θεσμών που γίνεται μέσα από μικρά και μεγάλα «αντάρτικα» είναι πολιτική πράξη που απαιτεί ρίσκο. Αλλοι υπουργοί Δημόσιας Τάξης –με την εξαίρεση ίσως του Νίκου Δένδια στην κυβέρνηση Σαμαρά– αποφεύγουν την ευθεία σύγκρουση με την κουλτούρα της βίας γιατί γνωρίζουν ότι μετά τη θητεία τους στο υπουργείο θα πρέπει να ζουν φρουρούμενοι. Ο Χρυσοχοΐδης φρουρείται επί 24ώρου βάσεως εδώ και πάνω από 20 χρόνια γιατί δεν κάνει την άρρητη συμφωνία πολλών υπουργών Δημόσιας Τάξης που είναι να φροντίζουν να υπάρχει μόνο «λελογισμένη αστυνόμευση», έτσι ώστε να μην τους ανατινάξουν οι νονοί της τρομοκρατίας ή οι νονοί της νύχτας όταν θα χάσουν την καρέκλα. Ηδη από το 1999 αποφάσισε να ρισκάρει και να κάνει τη δύσκολη δουλειά – και γι’ αυτό άλλοι τρεις πρωθυπουργοί μετά τον Κώστα Σημίτη τού πρότειναν να επιστρέψει στη λεωφόρο Κατεχάκη.

Το σχέδιο Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη πήγε καλά. Με την τέταρτη ανάληψη των ίδιων καθηκόντων μέσα σε 20 χρόνια, ο Χρυσοχοΐδης αφύπνισε την αστυνομία, στήριξε ηθικά και υλικά τους ανθρώπους της και υπενθύμισε την ηθική ανωτερότητα της νομιμότητας. SOOC / ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΥΡΙΛΛΑΣ

Τι συνέβη πραγματικά με την ευθύνη για τις πυρκαγιές
Δεν είναι μόνο η πολιτική βία και τα «Εξάρχεια». Δεν είναι η σύλληψη της 17Ν και του ΕΛΑ, των τρομοκρατών πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς που χαρακτηρίζουν τη διαδρομή του στα συνολικά 7,5 χρόνια που έχει υπηρετήσει στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Είναι παράλληλα οι επιτυχίες στην καταπολέμηση του εγκλήματος αλλά και στην πολιτική προστασία. Ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 και του ’90 πολλά δάση καίγονταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Οι καταστροφές περιορίστηκαν δραστικά το 1999, όταν αναδιάρθρωσε τις δομές πυρόσβεσης και συνεργάστηκε στενά με τον αρχηγό της Πυροσβεστικής Παναγιώτη Φούρλα (που ο ίδιος τοποθέτησε και ο οποίος έμεινε για αρκετά χρόνια, και επί Καραμανλή).

Κυρίως αποτελεί μια μέθοδο που δεν είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των πολιτικών: το να είσαι παρών στο πεδίο και όχι στο γραφείο. Κάθε άνοιξη, στα χρόνια που ήταν υπουργός, συνήθιζε να επισκέπτεται τις 20 περιοχές στις οποίες ήταν πιο πιθανό να εκδηλωθεί πυρκαγιά με βάση τα στατιστικά στοιχεία των προηγούμενων ετών και να οργανώνει μαζί με τους κατά τόπους επικεφαλής της Πυροσβεστικής προγράμματα πρόληψης και σενάρια αντιμετώπισης. Οταν ακραία στοιχεία επιτέθηκαν στη Βουλή στις 5 Μαΐου 2010, λίγη ώρα μετά το κάψιμο της Marfin, βρέθηκε δίπλα στους αστυνομικούς πάνω από τον Αγνωστο Στρατιώτη. Οταν πριν από λίγους μήνες η κοινή γνώμη ήταν συγκλονισμένη από το έγκλημα στα Γλυκά Νερά και είχε επικρατήσει η εντύπωση ότι συμμορίες αλλοδαπών εισβάλλουν στα σπίτια και σκοτώνουν, πήγαινε κάθε μέρα στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Αστυνομίας προκειμένου να μάθει λεπτομέρειες για την εξέλιξη της έρευνας.

Γεννήθηκε στο Νησί Ημαθίας το 1955. Εχει καταγωγή από τον πατέρα του από ένα χωριό κοντά στη Σαμψούντα του Πόντου και από τη μητέρα του από τη Μαγνησία της Σμύρνης. Αγροτική οικογένεια με περιορισμένα μέσα. Από παιδί εργάστηκε στα χωράφια. Πολλά χωράφια στην Ημαθία ήταν έλη και, όπως έχει πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Κάπα» της «Καθημερινής» της 1ης Οκτωβρίου 2018, «για να μετατρέψεις τα έλη σε γόνιμες εκτάσεις πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Με πονηριές το έλος δεν γίνεται χωράφι». Οδηγούσε τρακτέρ και φορτηγά και μετέφερε τεύτλα και άλλα αγροτικά αγαθά. Τα καλοκαίρια κοιμόταν στα χωράφια, σε καλύβες ή κάτω από δέντρα. Το 1974, στα 19 του, ήδη φοιτητής στη Νομική Θεσσαλονίκης, εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ. Το 1987 διορίστηκε νομάρχης Καρδίτσας και στις 18 Ιουνίου 1989 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στην Ημαθία. Εχει πέντε παιδιά και σήμερα είναι παντρεμένος με την πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μαίρη Ματσούκα.

Ο Χρυσοχοΐδης δύσκολα μιλάει. «Θα σου πω μετά από χρόνια» λέει στους συνομιλητές του όταν προσπαθούν να τον στριμώξουν για μια πολύκροτη υπόθεση («τι είναι αυτό που δεν ξέρουμε;») ή για μια μυστική συζήτηση. Εχει αντιμετωπίσει με τον ίδιο σεβασμό φίλους και εχθρούς και έχει εισπράξει από τους περισσότερους αντίστοιχο σεβασμό. Ποτέ δεν εμπλέκεται σε πόλεμο διαρροών με κανέναν – παρά τις προκλήσεις συνομιλητών δημοσιογράφων. Δεν αντιδρά όταν μαθαίνει ότι κυβερνητικά κέντρα του χρεώνουν την ευθύνη για την πυρόσβεση, έστω κι αν είναι γνωστό ότι η ευθύνη για την πυρόσβεση μεταφέρθηκε εδώ και αρκετό καιρό τυπικά και ουσιαστικά στον Νίκο Χαρδαλιά. Δεν απαντά αν έκανε ή δεν έκανε φέτος τη γνωστή δουλειά προετοιμασίας με τις επισκέψεις στις κατά τόπους αρχές της Πυροσβεστικής (η απάντηση είναι ότι δεν την έκανε γιατί δεν είχε πλέον την αρμοδιότητα – την είχε ο Νίκος Χαρδαλιάς, που όμως ήταν απασχολημένος με την πανδημία).
Ασφαλώς, η πολιτική ταυτότητα του Χρυσοχοΐδη, ο οποίος ανήκει στην Κεντροαριστερά, δεν ήταν αποδεκτή από όλους στη Νέα Δημοκρατία και αυτό αναφέρεται ως ένας από τους λόγους της απομάκρυνσής του. Ομως ο Ευάγγελος Αποστολάκης που θα αναλάμβανε το υπό σύσταση υπουργείο Πολιτικής Προστασίας ήταν υπουργός Αμυνας του ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση Τσίπρα.

Κατά συνέπεια, η ασφαλέστερη απάντηση στο «γιατί αποπέμφθηκε ο Χρυσοχοΐδης» μπορεί κυρίως να αναζητηθεί στη σταδιακή διεύρυνση του μοντέλου διακυβέρνησης του επιτελικού κράτους. Βάσει του μοντέλου αυτού, το Μέγαρο Μαξίμου διεκδικεί επιτελικό ρόλο σε όσο γίνεται περισσότερα υπουργεία – ένα είδος ελέγχου βαθύτερου από εκείνον που ασκούσαν στους υπουργούς προηγούμενα πρωθυπουργικά γραφεία. Η επιδίωξη στελεχών του Μεγάρου Μαξίμου να επωμιστούν μεγαλύτερη ευθύνη για τις αποφάσεις σε ένα ευρύτερο φάσμα της ασφάλειας προφανώς οδήγησε σε διαφωνίες, οι οποίες επιλύθηκαν με τον ανασχηματισμό. Το αποτέλεσμα θα κριθεί στην πράξη.

Το έλος και το χωράφι
Δεν ήταν ποτέ ρήτορας. Σπάνια πολιτικός αδιαφορεί τόσο πολύ για τον λόγο. «Με πονηριές το έλος δεν γίνεται χωράφι», λέει. Εννοεί ότι πολλοί πολιτικοί κρύβουν πίσω από ευέλικτα ιδεολογικά σχήματα την ανεπάρκεια αποτελέσματος. Ο ίδιος προτιμά να κάνει το «έλος» της πολιτικής «χωράφι», αδιαφορώντας για τις «πονηριές». Στις πρόσφατες πυρκαγιές δεν έσπευσε να διαρρεύσει στον Τύπο ότι «δεν έχει αρμοδιότητα» και εμφανίστηκε δίπλα στον Νίκο Χαρδαλιά. Η καλύτερη διαχείριση του μεταναστευτικού –από τη βελτίωση συνθηκών στη Μόρια έως την ολοκλήρωση του φράχτη του Εβρου– είναι άλλη μια όψη του έργου της διετίας. Οσοι τον γνωρίζουν υποθέτουν πως αν λυπάται για κάτι είναι που δεν πρόλαβε να συλλάβει όσους οργάνωσαν την αποστολή του δέματος με τη βόμβα στο γραφείο υπουργού στην Κατεχάκη, στις 24 Ιουνίου 2010. Η έκρηξη σκότωσε τον υπασπιστή και φίλο του, Γιώργο Βασιλάκη. Οχι ότι δεν υποψιάζεται τους αυτουργούς. Η Αθήνα είναι μικρή. Είναι εύκολο να μάθεις. «Το δύσκολο και χρονοβόρο είναι να συλλέξεις και να “δέσεις” τα αποδεικτικά στοιχεία, έτσι ώστε να κάνεις συλλήψεις με όλες τις εγγυήσεις της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Αυτό είναι το «μυστικό» τόσων επιτυχιών. Η συλλογή των στοιχείων. Η συστηματική εργασία. Η εμμονή στο αυτονόητο. Μια δουλειά που γνωρίζει καλά γιατί μοιάζει σαν «το έλος που πρέπει να γίνει χωράφι». Για τη δολοφονία αυτή, η διετία 2019-2021 δεν ήταν αρκετή. Ισως σε αυτή την υπόθεση «το έλος να γίνει χωράφι» στην επόμενη επιστροφή…

_____________________

* Παύλος Παπαδόπουλος,  «Καθημερινή»