Κατά την πολύωρη εξέτασή του, ο 61άχρονος Γιαννης Εικοσιπεντάκης, διατηρούσε ακέραιη ψυχραιμία δυσανάλογη με την “γνωση” της αποτρόπαιης πράξης του. Υποχρεώθηκε να ομολογήσει “πίστευε” οτι οι Αστυνομικοί γνωρίζουν το δράστη.
Με απόλυτη επίγνωση των πραγματικών γεγονότων, τον ίδιο δράστη της δολοφονίας της 6άχρονης κόρης του και το πτώμα της ανήλικης μέσα στις σακούλες σε κάδο απορριμάτων, επινόησε και επικαλέστηκε ένα «πλασματικό άλωθι», ώστε να αποφύγει τις νομικές σε βάρος του συνέπειες. Δημιούργησε στο σπίτι της οικογένειας, την εικόνα έρευνας από διαρρήκτες, ώστε να μετατρέψει το ενδιαφέρον στους “άγνωστους δράστες”.
Ο Γιάννης Εικοσιπεντάκης, 61, απόστρατος Αστυνομικός απο το 2009, μετέβη (27/04) στο Αστυνομικο Τμήμα της Αγ. Βαρβάρας, στο οποίο υπηρετούσε και ο ίδιος. Δήλωσε την εξαφάνιση της 6άχρονης κορης του, Στέλλας, ενώ πήγε στο Σχολείο (27/04-07.00) τον 6άχρονο δίδυμα αδελφό της.
Αρχικά ο 61άχρονος υποστήριξε ότι στη διάρκεια της νυχτας- μεταξύ 24:00 έως 07:00πμ- άγνωστοι δράστες εισήλθαν στο διαμέρισμα πήραν την κόρη του και κοσμήματα της συζύγου του.
Στη συνέχεια κι ενώ την υπόθεση είχε αναλάβει η Ασφάλεια Αττικής επέμεινε στην αρχική του στάση, ωστόσο περιέγραψε ότι τα μεσάνυχτα κι ενώ είχαν κοιμηθεί τα δίδυμα, βγήκε από το σπίτι να πετάξει τα σκουπίδια σε κάδο απορριμάτων, επέστρεψε στο διαμέρισμα, έκανε μπάνιο πήρε τα χάπια της διάγραμμης συνταγής που λαμβάνει και κοιμήθηκε. Όταν- σημείωσε ο ιδιος- ξύπνησε (27/04- 06:45) η κόρη του απουσίαζε από το κρεβάτι της, και πανω στον καναπέ υπήρχε ανοιγμένη η τσάντα της γυναίκας του, η οποία για προγραμματισμένη επέμβαση είχε εισαγωγή στο Νοσοκομείο. Σχεδόν πριν τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας, το “άλλοθι” του, κατέρρευσε και ομολόγησε την πράξη του.
Ο ιατροδικαστής Σωτήρης Μπουζιάνης, φέρεται να διαπίστωσε κατά τη νεκροτομή ότι η 6άχρονη, φέρει «θλαστικές εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος του στόματος», με το θάνατο της να αποδίδεται σε ασφυκτικό. Ενώ διέκρινε κατά την εξέταση του 61άχρονου κατ’ ομολογίαν δράστη Γιάννη Εικοσπεντάκη, «.. μικρή γραμμοειδής εσχαροποιημένη εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια της αριστεράς πυχαιοκαρπικής άρθρωσης και δύο μικρές εκδορές στρογγυλού σχήματος στη ραχιαία επιφάνεια της αριστερής χειρός».
Στην ποινική δικογραφία, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση για τον κατ’ ομολογίαν δράστη, Γιάννη Εικοσπεντάκη, περιλαμβάνονται οι καταθέσεις της Αστυνομικού – ψυχολόγου, η οποία ανέλαβε τον 6άχρονο Μάριο, δίδυμο αδελφό της Στέλλας Εικοσπεντάκη και του Αστυνομικού ο οποίος εντόπισε το πτώμα της ανήλικης.
«Ο μικρός μου είπε ότι είμαστε στην Αστυνομία και ότι οι αστυνομικοί ψάχνουν την αδελφή του, την οποία είχαν κλέψει από το σπίτι τους το βράδυ… Μου είπε ότι μπήκαν κλέφτες, κλέψανε την αδελφή του, τα χαρτιά της που ήταν από τους γιατρούς, καθώς και κάτι χρυσαφικά. Πρόσθεσε επίσης ότι αυτό συνέβη επειδή όπως ενημερώθηκε από τον πατέρα του ο τελευταίος είχε αφήσει τη νύχτα κατά λάθος τα κλειδιά του έξω από την πόρτα (…) Ο μικρός ήταν απόλυτος, ότι δεν άκουσε τίποτα, μολονότι κάποια στιγμή ανέφερε ότι είχε κλειστά τα αυτιά του, για να μην ακούσει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε “ούτε κιχ”. Όταν προσπάθησα να κατανοήσω τι εννοούσε ήταν μάλλον απρόθυμος να μου δώσει περισσότερες επεξηγήσεις (…) Τον ρώτησα, αν θα μπορούσε ο μπαμπάς του να έχει ακούσει κάτι και μου απάντησε πως αυτό δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, επειδή φοράει πάντοτε τόσο τη νύχτα όσο και κάποιες ώρες της ημέρας ωτοασπίδες, γιατί τον ενοχλούν οι θόρυβοι (…) Μου είπε ότι το βράδυ φορούν πυτζάμες και πως με αυτές τις πυτζάμες και με την κουβέρτα που σκεπάζεται η Στέλλα την έκλεψαν (…) Μου είπε ότι του αρέσει να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν, αλλά αυτό το κάνει μόνο η μαμά, γιατί στον μπαμπά δεν αρέσουν γενικά τα χάδια, τα φιλιά και οι αγκαλιές. Πρόσθεσε επίσης, ότι ο μπαμπάς δεν γελάει και πως θυμώνει αρκετά πιο εύκολα από τη μαμά, με την οποία προτιμά και ο ίδιος να μιλάει περισσότερο. Επίσης, ανέφερε ότι η αδελφή του είναι πολύ δεμένη με τη μαμά, ενώ και ο ίδιος εξέφρασε τόσο την αγάπη του, όσο και την αγωνία του για το τι μπορεί να της συμβαίνει», σημειώνει η Αστυνομικός ψυχολόγος της ΕΛΑΣ.
Σε μια προσπάθεια να παραπλανήσει τους Αστυνομικούς, ο 61άχρονος απόστρατος της ΕΛΑΣ για να ενισχύσει την εκδοχής της διάρρηξης και της εξαφάνισης της κόρης του, όπως θα υποστήριζε αργότερα, άφησε τα κλειδιά εξωτερικά της πόρτας εισόδου, για να δικαιολογήσει την απουσία ιχνών διάρρηξης. Με φανέλα στα χέρια για να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα, άνοιξε συρτάρια και ντουλάπες, αφαίρεσε κοσμήματα της γυναίκας του, και “ανοιξε” την τσάντα της πάνω στον καναπέ, και τα τοποθέτησε όλα σε σακούλα σούπερ μάρκετ. Μέσα στη νύχτα, πήρε στα χέρια του τις σακούλες με το νεκρό παιδί του και τα κοσμήματα, και πεζός κινήθηκε στη γειτονιά της Αγίας Βαρβάρας. Απέρριψε το πτώμα της ανήλικης με την κόκκινη κουβέρτα σε κάδο απορριμμάτων και σε άλλο τα κοσμήματα της συζύγου του.
Οι Αστυνομικοί ανάγκασαν τον απόστρατο συναδελφο τους, να ομολογήσει
Ο Αστυνομικός ο οποίος βρέθηκε στην Αγία Βαρβάρα κι εντόπισε το πτώμα της Στέλλας, σε κάδο απορριμμάτων, αναφέρει στην κατάθεσή του, «Πήγαμε στο σημείο που μας υπέδειξε ο κατηγορούμενος και βρήκαμε εντός κάδου απορριμμάτων μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα βρήκαμε μέσα της μία κόκκινη κουβέρτα και άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα, είδαμε μέσα άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη, την οποία ανοίξαμε και είδαμε το πτώμα της εξάχρονης».