Δεκαοκτώ χρόνια έχουν περάσει από την αιματηρή υπόθεση ομηρίας που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία. Αναφέρομαι στην πολύκροτη υπόθεση Σορίν Ματέι, η οποία έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 1998 στα Κάτω Πατήσια.
Για πρώτη φορά στα ελληνικά ποινικά χρονικά αλλά και στο χώρο των μίντια, μια υπόθεση ομηρίας εξελίχθηκε σε απευθείας σύνδεση. Σε μια σύνδεση μάλιστα που διήρκησε αρκετές ώρες και κατέληξε στην έκρηξη της χειροβομβίδας και στον θανάσιμο τραυματισμό της νεαρής ομήρου. Ο εκκωφαντικός θόρυβος της χειροβομβίδας που σκάει και οι σκληρές εικόνες που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά μετά την έκρηξη προκαλούν ακόμα -18 χρόνια μετά- σφίξιμο στην καρδιά…
Ας θυμηθούμε πώς εξελίχθηκαν τα αιματηρά γεγονότα. Όπως πληροφορούμαστε από το αστυνομικό ρεπορτάζ της εποχής, το βράδυ της Τετάρτης της 23ης Σεπτεμβρίου 1998, ο δραπέτης Σορίν Ματέι εισέβαλε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης στα Κάτω Πατήσια, θέτοντας υπό καθεστώς ομηρίας τους τέσσερεις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας. Παράλληλα τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι και ζήτησε να βγει στον τηλεοπτικό «αέρα». Το αίτημά του έγινε δεκτό και για τέσσερεις περίπου ώρες συνομιλούσε με τον κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων του καναλιού, Νίκο Ευαγγελάτο. Το ίδιο βράδυ οι αστυνομικές δυνάμεις εισέβαλαν στο διαμέρισμα, θεωρώντας ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη. Από την έκρηξη της χειροβομβίδας, η οποία τελικά ήταν αληθινή, βρήκε τραγικό θάνατο η νεαρή όμηρος, Αμαλία Γκινάκη.
Η οδός Νιόβη συνδέθηκε με την αιματηρή ομηρία και χαρακτηρίστηκε «ματωμένος δρόμος» σε δημοσιεύματα του Τύπου. Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, οι επίσημες αρχές δεν ήταν προετοιμασμένες, ούτε οργανωμένες για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μια τόσο σοβαρή υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο της έλλειψης οργάνωσης και το κυριότερο της απουσίας σχεδίου, η δημοσιοποίηση από τα ΜΜΕ λειτούργησε αρνητικά, καθώς άσκησε ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις σε μια ομάδα ανθρώπων που δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι για να φέρουν εις πέρας την υπόθεση ομηρίας.
Οι χειρισμοί του Νίκου Ευαγγελάτου χαρακτηρίστηκαν σωστοί γιατί, όπως ειπώθηκε, «κρατούσε ήρεμο τον Ματέι». Ο νεαρός τότε Ευαγγελάτος ανέλαβε μια πολύ μεγάλη πρόκληση (δύσκολα ένας αρχισυντάκτης και ο κεντρικός παρουσιαστής θα αρνούνταν τέτοια πρόκληση), αλλά όταν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές το δημοσιογραφικό ένστικτο δεν είναι αρκετό. Η αντιμετώπιση πολύ σοβαρών και έκτακτων καταστάσεων από τους αστυνομικούς συντάκτες απαιτεί κατάλληλη εκπαίδευση, ώστε να γνωρίζει ο δημοσιογράφος πώς θα προσεγγίσει την κάθε υπόθεση. Κατά την προσωπική μου κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση η τηλεφωνική επικοινωνία δεν θα έπρεπε να είχε γίνει, αλλά να είχαν αναλάβει εξαρχής οι αρμόδιες υπηρεσίες λόγω της εξαιρετικής κρισιμότητας της κατάστασης. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν στο χέρι των δημοσιογράφων να το αποφασίσουν, αλλά των αρχών.
Αναμφίβολα, υποθέσεις ομηρίας είναι πολύ σοβαρές και είναι σκόπιμο, στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής όπου το έγκλημα γίνεται πιο σκληρό, να είναι καλά προετοιμασμένος ο δημοσιογράφος για να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις και κρίσεις –ομηρίες, τρομοκρατικές επιθέσεις κ.λπ. Εξίσου σημαντικό είναι να γνωρίζει ο αστυνομικός συντάκτης τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει μια υπόθεση ομηρίας καθώς και την ιδιάζουσα ψυχοσύνθεση του απαγωγέα και των ομήρων.
Θα ήθελα να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι στενά συνδεδεμένο με υποθέσεις ομηρίες είναι το χαρακτηριζόμενο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», το οποίο επιχειρεί να ερμηνεύσει την ιδιόμορφη κατάσταση, κατά την οποία οι όμηροι, οι αιχμάλωτοι, οι δέσμιοι κάποιων άλλων, ταυτίζονται και τρέφουν συμπάθεια προς αυτούς που τους αιχμαλώτισαν και από τους οποίους εξαρτώνται απόλυτα για την επιβίωσή τους. Συγκεκριμένα, ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (Stockholm Syndrome) επινοήθηκε από τον Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Nils Bejerot.
Ας δούμε, όμως, πώς ξεκίνησε η ιστορία και γιατί η επιστημονική κοινότητα ασχολήθηκε με το παραπάνω σύνδρομο. Στις 23 Αυγούστου 1973 ο Jan-Erik «Janne» Olsson αποφυλακίζεται. Επιλέγει όμως να συνεχίσει την εγκληματική του δράση. Έτσι, πηγαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας Kreditbanken (αργότερα γνωστή ως Nordea) στο Norrmalmstorg, στην κεντρική Στοκχόλμη και προσπαθεί να καταλάβει την τράπεζα. Η αστυνομία της Σουηδίας επεμβαίνει άμεσα και δύο αστυνομικοί μπαίνουν μέσα. Ο Olsson ανοίγει πυρ και τραυματίζει τον έναν από αυτούς. Διατάσσει τον άλλο αστυνομικό να καθίσει και να ξεκινήσει να τραγουδάει. Ο αστυνομικός αναγκάζεται να υπακούσει και αρχίζει να τραγουδάει το «Lonesome Cowboy».
Στη συνέχεια ο Olsson καταφέρνει να κρατήσει τέσσερα άτομα για ομήρους (Elisabeth Oldgren, Kristin Enmark, Sven Safstrom, and Birgitta Lundblad). Ζητεί από τις αρχές να του φέρουν το φίλο του Clark Olofsson, με τον οποίον μοιράζονταν το ίδιο κελί. Ο Olofsson ήταν σεσημασμένος κακοποιός που είχε διαπράξει αρκετές ένοπλες ληστείες και πράξεις βίας στο παρελθόν, ξεκινώντας την εγκληματική του δράση στα 16 μόλις χρόνια του. Επίσης, απαιτεί να του φέρουν δύο όπλα, αλεξίσφαιρα γιλέκα, και ένα γρήγορο αμάξι.
Με την άδεια της κυβέρνησης φέρνουν τον Olofsson στην τράπεζα και επιτυγχάνεται επικοινωνία με τους διαπραγματευτές της αστυνομίας. Ένας από τους ομήρους δηλώνει ότι αισθάνεται ασφαλής με τον Olsson και τον Olofsson, αλλά εκφράζει έντονους φόβους ότι η αστυνομία θα κλιμακώσει την κατάσταση χρησιμοποιώντας βίαιες μεθόδους. Οι Olsson και Olofsson οχυρώνουν το εσωτερικό, κύριο θησαυροφυλάκιο, όπου κρατούσαν τους ομήρους.
Η υπόθεση είχε την εξής κατάληξη: Οι διαπραγματευτές συμφώνησαν να τους δώσουν αμάξι για να αποδράσουν, αλλά όχι να πάρουν ομήρους μαζί τους. Στις 26 Αυγούστου, η αστυνομία άνοιξε μια τρύπα με τρυπάνι στο κύριο θησαυροφυλάκιο, μέσω του διαμερίσματος που υπήρχε στον πάνω όροφο από την τράπεζα. Από εκείνη την τρύπα μάλιστα ένας δημοσιογράφος κατάφερα να τραβήξει την πασίγνωστη φωτογραφία του Olofsson με τους ομήρους. Ο Olofsson όμως πυροβόλησε μέσα από την τρύπα δύο φορές, με αποτέλεσμα τη δεύτερη φορά να τραυματίσει έναν αστυνομικό στα χέρια και στο πρόσωπο. Ο Olsson, πυροβολώντας απειλεί να σκοτώσει τους ομήρους, αν προσπαθήσουν να επιτεθούν οι αστυνομικοί με χημικά αέρια. Εν τούτοις, στις 28 Αυγούστου χρησιμοποιήθηκε επίθεση αερίων και μισή ώρα αργότερα οι Olsson και Olofsson παραδίδονται. Ευτυχώς κανείς από τους ομήρους δεν υπέστη μόνιμους τραυματισμούς. Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι οι όμηροι εξακολουθούσαν να επαναλαμβάνουν ότι, κατά την ομηρία τους που διήρκησε έξι ημέρες, φοβούνταν την αστυνομία και τους πιθανούς χειρισμούς της και όχι τους απαγωγείς τους….
Αυτή ακριβώς η στάση των ομήρων που έδειξαν συμπάθεια προς το πρόσωπο των απαγωγέων και ανασφάλεια αλλά και φόβο προς τους αστυνομικούς και τις κινήσεις τους, απασχόλησε έντονα την ακαδημαϊκή κοινότητα και οδήγησε τον Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Bejerot να επινοήσει τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», περιγράφοντας την ιδιόμορφη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους απαγωγείς και τους ομήρους. Με τον παραπάνω όρο, ο Bejerot επεσήμανε ότι τα άτομα που βρίσκονται σε καθεστώς ομηρίας αναπτύσσουν μια ιδιότυπη σχέση με τους απαγωγείς τους, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωσή τους και φτάνουν στο σημείο να ταυτιστούν μαζί τους. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι σοβαρές ενστάσεις έχουν διατυπωθεί για τον όρο, τόσο από την εγκληματολογική, όσο και από την ψυχιατρική κοινότητα.
Συνοψίζοντας, η ομηρία συνιστά μια πολύ ιδιόμορφη κατάσταση, κατά την οποία ο απαχθείς νιώθει, αναμφίβολα, τρομοκρατημένος, αλλά ταυτόχρονα και ψυχικά τραυματισμένος, άρα καθίσταται περισσότερο ευάλωτος και αναγκαστικά έρχεται πιο κοντά στον απαγωγέα, καθώς από εκείνον νιώθει ότι εξαρτάται όχι μόνον η δική του επιβίωση, αλλά πολλές φορές και η ασφάλεια ολόκληρης της οικογένειάς του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τρομοκρατείται πολύ περισσότερο ο όμηρος, με βεβιασμένες κινήσεις της αστυνομίας ή με τη δημοσιοποίηση της υπόθεσής του στα μίντια. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να κατανοεί ο δημοσιογράφος που καλείται να καλύψει μια υπόθεση ομηρίας όλες αυτές τις ευαίσθητες και, ταυτόχρονα, περίπλοκες προεκτάσεις και διαστάσεις που δύναται να λάβει μια υπόθεση ομηρίας και να φροντίζει ώστε να μην «τραυματιστεί» ακόμα περισσότερο η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι όμηροι.
_________________
* της Αγγελικής Καρδαρά (postmodern.gr) είναι Δρ Τμήματος ΕΜΜΕ – Φιλόλογος. Συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο των elearning προγραμμάτων, έχοντας αναλάβει (συγγραφή και εκπαίδευση) τα εκπαιδευτικά προγράμματα «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» και «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ» (Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος: Καθηγητής Γιάννης Πανούσης).
Συνεργάζεται επίσης με το Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.), όπου είναι εισηγήτρια σεμιναριακών μαθημάτων με θεματική «Το Έγκλημα στο Αστυνομικό και Δικαστικό ρεπορτάζ». Δίδαξε δημοσιογραφία στο Κολλέγιο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton) στο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Από το 2013 έως το 2016 έδινε διαλέξεις στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, με αντικείμενο “Εγκληματολογία & ΜΜΕ”. Ασχολείται με την εγκληματολογική έρευνα και τη συγγραφή.
* Σημείωση: Τα στοιχεία σχετικά με το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» αντλούνται από την διαδικτυακή πλατφόρμα, crimestories.gr