Σωτηρίτσα, Λάρισας: “Σκότωσα την γυναίκα μου γιατί ήταν άπιστη”

Αναβίωσαν στον Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου μνήμες από τη δολοφονία της 43χρονης Μαρίας Βλάχου, από τον 54χρονο σύζυγό της Β.Α, τον Αύγουστο του 2021 στην ταβέρνα του αδελφού της, στη Σωτηρίτσα Λάρισας

Στο εδώλιο του κατηγορούμενου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, κάθισε (14/11) ο 54χρονος συζυγοκτόνος Β.Α, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Στην ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν μεταξύ άλλων μαρτύρων, τα δυο από τα τρία παιδιά του ζευγαριού, όπως και η ηλικιωμένη μητέρα του θύματος.

Το ζευγάρι είχε αποκτήσει τρία παιδιά και η οικογένεια διέμενε στην Αθήνα, ενώ η 43χρονη τα καλοκαίρια βοηθούσε στην οικογενειακή ταβέρνα ουζερί που διατηρούσε ο αδελφός της, στα παράλια της Λάρισας. Το πρωί της 3ης Αυγούστου (2021-10.30) ο κατηγορούμενος μετέβη στην ταβέρνα του αδελφού της 43χρονης Μαρίας Βλάχους, στη Σωτηρίτσα Λάρισας και πυροβόλησε σε βάρος της συζύγου του οχτώ φορές, με παράνομο περίστροφο το οποίο κατείχε. Ο 54χρονος συζυγοκτόνος Β.Α, στη συνέχεια κάλεσε την ΕΛ.ΑΣ., και συνελήφθη από αστυνομικούς του Α.Τ. Αγιάς Λάρισας στη σκηνή του εγκλήματος.

Κοιμόταν μέσα στο περιπολικό μετά το έγκλημα

«Σκότωσα την γυναίκα μου γιατί ήταν άπιστη», μετέφερε στην ακροαματική διαδικασία κατά την εξέτασή του, εκ των αστυνομικών που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος. Όπως είπε, το θύμα πρόλαβε και υπέδειξε ως δράστη το σύζυγό της, ο οποίος τους είπε ότι είχε καταγράψει το έγκλημα σε ηχητικά. «Απαντούσε σε ό,τι τον ρωτούσαμε. Μιλούσε έντονα, αλλά λογικά», είπε ο μάρτυρας και πρόσθεσε πως από το κέντρο επιχειρήσεων ενημερώθηκε ότι ο δράστης κάλεσε την αστυνομία λέγοντας “ελάτε, σκότωσα την γυναίκα μου” ενώ συμπλήρωσε ο αστυνομικός «Εμένα, μου έκανε εντύπωση πως μέσα στο περιπολικό, στην διαδρομή για Λάρισα, κοιμότανε» .

«Αγαπούσε τη μητέρα μου, ήταν μια λάθος στιγμή»

Στην κατάθεση του ο ένας από τους γιους της Μαρίας Βλάχου, μετέφερε την εκτίμηση του, ότι η μητέρα του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, ο ίδιος ανέφερε ότι είχε δει σημείωμα από τον εραστή της, ενώ την περιέγραψε καλή μητέρα.

Ο γιος του ζευγαριού κατέθεσε ότι ο πατέρας του υποψιαζόταν πως η μητέρα του είχε εξωσυζυγικές σχέσεις και το διαπίστωσε όταν είχε γίνει κλοπή στο ψιλικατζίδικο που διατηρούσαν παλαιότερα, είχε βάλει “κοριό” στο καρτοτηλέφωνο και τους άκουσε. Ο νεαρός υποστήριξε ότι ο πατέρας του αγαπούσε την μητέρα του, ενώ για το έγκλημα που διέπραξε, εκτίμησε ότι «Δεν το ήθελε». Επίσης, κατέθεσε ο μάρτυρας, ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο η μητέρα του έλειπε συχνά από το σπίτι τους, στο Περιστέρι, για να βρίσκεται στο χωριό.

Στις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις της Εισαγγελέως, εξήγησε ότι δεν δικαιολογείται η πράξη του πατέρα του, ο οποίος, όπως είπε, λάμβανε ψυχιατρική αγωγή και φάρμακα. Ο μάρτυρας, μετέφερε διάλογο που είχε, όταν ρώτησε «γιατί το έκανες πατέρα», του απάντησε ότι δε λάμβανε τα φάρμακα του.

Ο γιος του ζευγαριού εξήγησε -από μαρτυρίες παριστάμενων στη σκηνή εγκλήματος- ότι η μητέρα του έβρισε τον πατέρα του, για να δεχθεί την ερώτηση της Εισαγγελέως, «Και επειδή τον έβρισε, την σκότωσε;», με το μάρτυρα να απαντά πως όλα συνέτειναν για το έγκλημα, δηλαδή τα φάρμακα, ο καυγάς με τις ύβρεις και η κατάσταση μεταξύ του ζευγαριού.

«Ασημίνα σήκω, ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά»

Στην κατάθεσή της, η κόρη του ζευγαριού, είπε ότι ο πατέρας της δούλευε στα ΕΛΤΑ και ήταν μια συνηθισμένη οικογένεια με οικονομικά προβλήματα και καυγάδες σε τραπέζια για καθημερινά ζητήματα. Η ίδια δεν άκουσε ποτέ τον πατέρα της να κατηγορεί τη μητέρα της για απιστία, ωστόσο εξήγησε, τον τελευταίο χρόνο την υποψιαζόταν για παράλληλη σχέση, όταν πήγε στο χωριό να βοηθήσει στην ταβέρνα του αδελφού της. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, «Ήταν απόμακρη, λόγω συμπεριφοράς του πατέρα μου. Τόσο η μητέρα μας, όσο ο πατέρας μας, ήταν πάντα κοντά μας. Όταν έλειπε η μητέρα μου στο χωριό μιλούσαμε καθημερινά. Όταν είχαμε πάει τον Ιούλιο στο χωριό με τον πατέρα και τον αδελφό μου, η μητέρα μου εργαζόταν στην ταβέρνα και ήταν απόμακρη. Δεν ήθελε επαφές με τον πατέρα μου. Ξέραμε από τον πατέρα μου ότι θα πάρουν διαζύγιο. Μας είχε πει πως ίσως υπήρχε κάτι άλλο στη ζωή της. Ο πατέρας είχε πέσει ψυχολογικά, έκλαιγε, έλεγε ότι δεν θέλει να την χάσει».

Συνεχίζοντας την κατάθεσή της, η κόρη του ζευγαριού, ανέφερε ότι η μητέρα της, της είχε αποκαλύψει πέντε χρόνια νωρίτερα, περιστατικά βίας από τον πατέρα της και της είχε πει ότι φοβόταν πως εάν έφευγε από το σπίτι θα έκανε κακό στην ίδια ή στα παιδιά τους.

Όταν έγινε η δολοφονία, η κόρη του ζευγαριού βρισκόταν στη Σωτηρίτσα. «Εγώ κοιμόμουν στο σπίτι που βρίσκεται 500 μέτρα μακριά. Ήρθε ο μικρός αδελφός μου και μου είπε “Ασημίνα σήκω, ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά”. Ο μικρός αδελφός μου ήταν στην ταβέρνα από έξω. Η εικόνα που είδα ήταν την μητέρα μου στο πάτωμα, στον χώρο που πλέναμε τα ποτήρια. Ο πατέρας μου ήταν στην αυλή. Περπατούσε ήρεμα. Η γιαγιά μου ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε και είδε τη μαμά νεκρή. Έμαθα ότι το περιστατικό το ηχογραφούσε», είπε στην κατάθεσή της η μάρτυρας. Όταν την ρώτησε ο πρόεδρος για ποιον λόγο ο πατέρας της σκότωσε την μητέρα της, απάντησε: «Από όσο ξέρω, γιατί του είπε να πας να γ@@@@@@ς και εσύ και τα παιδιά σου. Τα τελευταία πέντε έξι χρόνια δεν κοιμόντουσαν μαζί. Μάλλον την σκότωσε γιατί πέσανε όλα μαζί τα προβλήματα», ανέφερε η μάρτυρας.

«Της έλεγα να κάνει υπομονή»

Η ηλικιωμένη μητέρα της 43χρονης Μαρίας Βλάχου, κατέθεσε ότι η κόρη της, από το Μάρτιο του 2021, είχε μεταβεί στο χωριό για να βοηθήσει στην οικογενειακή ταβέρνα. Η ίδια δεν γνώριζε, όπως είπε, ποιες ήταν οι σχέσεις της κόρης με τον γαμπρό της, τον οποίο όμως χαρακτήρισε οξύθυμο και απότομο. «Της έλεγα να κάνει υπομονή. Σε μένα δεν έλεγε τίποτα, αλλά είχα ακούσει από τα παιδιά ότι τη χτυπούσε».

Στην κατάθεσή της η ηλικιωμένη γυναίκα, περιέγραψε όσα προηγήθηκαν εκείνη την ημέρα, μέχρι τη στιγμή που ενώ εκείνη μαγείρευε στην κουζίνα άκουσε τους πυροβολισμούς, έτρεξε και είδε την κόρη της αιμόφυρτη. «Αρχικά, νόμιζα ότι έσκασε η φιάλη του υγραερίου», είπε ενώ πρόσθεσε ότι δεν είχε ακούσει οτιδήποτε αναφορικά με εξωσυζυγική σχέση της κόρης της, «Ο γαμπρός μου νόμιζε ότι η κόρη του είχε σχέση με ένα φίλο του γιου μου, παντρεμένο και με δύο παιδιά» ανέφερε μεταξύ άλλων η μάρτυς.

Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, εξετάζοντας τους μάρτυρες, ανέπτυξε τον ισχυρισμό ότι ο θύτης είχε απώλεια συνείδησης και αδιάγνωστη ψύχωση, δύο χρόνια πριν το έγκλημα, εξαιτίας της οποίας είχε ξεκινήσει τσιγάρο και ποτό. Αναφορικά με το γεγονός ότι ηχογραφούσε επί χρόνια την σύζυγό του, ήταν ενδεικτικό της ψύχωσής του. «Εμένα μου είπε πως στο έγκλημα τον ώθησε η απαξίωση και η περιφρόνηση», επεσήμανε ο νομικός συμπαραστάτης του καθ ομολογίαν δράστη .

Η δίκη διεκόπη αργά το μεσημέρι (14/11) και θα συνεχιστεί την επόμενη Παρασκευή 25 Νοεμβρίου.