"Ποιός θα ενδιαφερθεί για την ψυχολογία του Πυροσβέστη";

Μέσα στα προβλήματα και τις υστερήσεις του τρικυμισμένου καιρού που πλέει ο πυροσβεστικός οργανισμός, μετά τα τελευταία τραγικά συμβάντα που μας βύθισαν στο πένθος, αναδυκνείεται για άλλη μια φορά το ζήτημα της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης του.

γράφει ο Γιάννης Σταμούλης- Πύραρχος- πρ.ΕΑΠΣ

Οι συνάδελφοι που πλήττονται από τραυματικές τραγικές εμπειρίες, πως στηρίζονται; ποιος τους παρακολουθεί; ποιος εξετάζει την ψυχολογική τους κατάσταση. Ο Πυροσβέστης που εκτίθεται σε ένα τραυματικό σοκαριστικό γεγονός, που πενθεί, οργίζεται ή απογοητεύεται το επόμενο “δεκάλεπτο ” θα χρειαστεί να επέμβει ξανά, να υπερβάλει εαυτόν, να συντονίσει, να επιχειρήσει ίσως σε μια παρόμοια ή και ποιο δύσκολη κατάσταση.

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗ

Πέρσι είχαμε εκδώσει ένα βιβλιαράκι μαζί με τον Επίτιμο Πρόεδρο της ΕΑΠΣ τον Ν.Διαμαντή για να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον της πολιτείας και να δειχθεί το ανάλογο ενδιαφέρον για την ανάγκη της οργάνωσης συστήματος ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων κατά τη διαχείριση κρίσεων.
Γράφαμε στο πρόλογο του βιβλίου “Παράλληλα πιστεύουμε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό τα στελέχη, οι προϊστάμενοι και οι επικεφαλής των Υπηρεσιών των Μονάδων, αλλά και των ομάδων επέμβασης και αποκατάστασης να εντοπίζουν και να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα, τις αντιδράσεις και τις συνέπειες των προβλημάτων ψυχικής βλάβης στις κοινωνικές ομάδες, αλλά και στο προσωπικό των Υπηρεσιών και των ομάδων επέμβασης, ώστε να μπορούν να ενεργήσουν άμεσα και αποτελεσματικά με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας του συστήματος”
Στο βιβλίο σε ξεχωριστό κεφάλαιο “Αντιδράσεις στο προσωπικό έκτακτης ανάγκης ” γράφαμε:
” Εκτός από τα θύματα και τους πληγέντες, μετά από μια μεγάλη καταστροφή, ψυχολογικές μεταπτώσεις παρουσιάζουν και τα άτομα που έλαβαν μέρος, Πυροσβέστες και μέλη διασωστικών συνεργείων, στην αντιμετώπιση του συμβάντος…
Ειδικά σε ατυχήματα, που ο αριθμός των απωλειών ζωών είναι πάρα πολύ μεγάλος, ή μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβάνονται παιδιά, ή όταν η καταστροφή έγινε υπό εξαιρετικά δραματικές και τρομερά αντίξοες συνθήκες, και γενικά μετά από επιχειρήσεις ανάσυρσης, μεταφοράς και αναγνώρισης πτωμάτων, το προσωπικό των υπηρεσιών
εκτάκτου ανάγκης λειτουργεί υπό συνθήκες έντασης, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιθανό ορισμένα άτομα να υποστούν «έντονο stress».
Τα άτομα γενικά αυτών των υπηρεσιών, που μετέχουν στις επιχειρήσεις αμέσως μετά από μία καταστροφή, έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά από ιδιαίτερα έντονες εμπειρίες που προκαλούν από τη μια στεναχώρια, τρόμο, αδυναμία, εκνευρισμό αλλά και ικανοποίηση από την προσφορά, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν επιτυχημένες διασωστικές επεμβάσεις, ελπίδα, και αίσθηση κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.

Παράλληλα όμως αισθάνονται την ανάγκη να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους προασπιζόμενοι το έργο τους και την προσφορά τους για αποκατάσταση της ψυχικής τους ισορροπίας.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των αισθημάτων αλλά κυρίως οι πραγματικές συνθήκες που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια των μετακαταστροφικών επιχειρήσεων συμβάλλουν τα μέγιστα στις αντιδράσεις στρες των ανθρώπων των σωστικών συνεργείων.
Αυτή η αιφνίδια έκθεση στον κίνδυνο, η επαφή με την βιαιότητα του θανάτου, τη θέα των πτωμάτων, ο πόνος των επιζώντων, η κούραση, το ασταθές ωράριο, η πίεση από το χρόνο, ή την κοινή γνώμη, οι πιθανές υπηρεσιακές προστριβές, η έλλειψη επαρκούς εξοπλισμού, η ευθύνη της επιλογής κρίσιμων αποφάσεων, η αίσθηση της ευθύνης για τη σωτηρία της ζωής, οι τυχόν αποτυχίες, διαμορφώνουν για τα άτομα των σωστικών συνεργείων ένα ιδιαίτερα βεβαρημένο επαγγελματικό τοπίο.
Σε αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η βεβαρημένη προσωπική κατάσταση των ατόμων αυτών, ιδιαίτερα αν έχουν και οι ίδιοι θύματα ή ζημιές στο περιβάλλον τους από την καταστροφή, αν έχουν προηγούμενες εμπειρίες από παρόμοιες καταστροφές, ή προηγούμενους τραυματισμούς, καθώς και ήδη προϋπάρχον στρες.
Σε κάθε περίπτωση είναι αναμενόμενο ακόμα και οι πιο έμπειροι διασώστες, να παρουσιάσουν αντιδράσεις στρες.
Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν ισχυρό σοκ, οργή, απελπισία ή λύπη, ερεθιστικότητα ή αδυναμία, περιορισμένη μνήμη και συγκέντρωση, έντονο αίσθημα κόπωσης, διαταραχές στον ύπνο, στην όρεξη για φαγητό και στη σεξουαλική διάθεση, κεφαλαλγίες, παθολογικά προβλήματα (καρδιά, στομάχι), διάθεση για απομόνωση-αποξένωση, δυσπιστία, και αισθήματα εγκατάλειψης ή απόρριψης.
Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι ο διασώστης που έχει πληγεί από το «έντονο stress», έχει την τάση για συνεχή αφήγηση όλων των λεπτομερειών του συμβάντος, για ημέρες, εβδομάδες ή μήνες, παρουσιάζει προβλήματα πειθαρχίας ή δυσκολίας στη λήψη αποφάσεων, ενώ μπορεί να εμφανίσει και αισθήματα ενοχής (Μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο, που δεν το έκανα;)
Το πρόβλημα του έντονου stress έχει εντοπιστεί από τις υπηρεσίες παροχής πολιτικής προστασίας των ανεπτυγμένων χωρών εδώ και πολλά χρόνια.
Όσοι ειδικοί ασχολήθηκαν με το πρόβλημα αυτό, συμφωνούν πως ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του έντονου stress των διασωστών πρέπει να περιέχει διάφορες φάσεις.
Η εκπαίδευση επιτρέπει στο προσωπικό των υπηρεσιών εκτάκτου ανάγκης, να μάθει τι είναι το έντονο στρες, πόσο μπορεί να το επηρεάσει και πως μπορεί να εκπαιδευτεί στη διαχείριση του. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με ασκήσεις χαλάρωσης, αυτογενή άσκηση, εξισορροπητικά σπορ, υγιεινό τρόπο διαβίωσης, ανάπτυξη ψυχικών τεχνικών «μόνωσης»
Σε αυτή τη φάση, ιδιαιτέρως σημαντικό είναι να μάθουν, οι προϊστάμενοι και επικεφαλείς τους, να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα του έντονου στρες.
Επίσης θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αντιμετώπιση μιας επικίνδυνης και απαιτητικής αποστολής διάσωσης μετά από μια μεγάλη καταστροφή εξαρτάται από την επίδοση, εκπαίδευση και εμπειρία των στελεχών των εμπλεκομένων επιχειρησιακών φορέων.
Οι διασώστες πρέπει να έχουν καλή γνώση των συνθηκών επέμβασης και των δυνατοτήτων τους, με κάθε λεπτομέρεια, γνωρίζοντας από πριν ότι θα καταπονηθούν και θα αυξηθεί υπερβολικά το στρες τους.
Οι έντονες αυτές καταστάσεις μπορεί να περιοριστούν από την ορθή γνώση της αναμενόμενης επικινδυνότητας, απειλής, φρικαλεότητας, με μονοσήμαντες πληροφορίες, με ρεαλιστική γλώσσα, ώστε να μειώνονται οι εκπλήξεις.
Επίσης το έντονο στρες προ της επιχείρησης, μειώνεται αν ο διασώστης έχει άριστη γνώση των οργάνων, εργαλείων και μέσων που θα χρησιμοποιήσει και αν η εκπαίδευση που έχει λάβει, έχει γίνει σε ανώτερες και σκληρότερες από τις πραγματικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης οι διασώστες, πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται συναισθηματικά, να προσέχουν να σιτίζονται με μικρά γεύματα ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, να κάνουν διαλείμματα, όταν νιώθουν ότι συναισθηματικά ή νοητικά μειώνεται ο έλεγχός τους, και να διατηρούν επαφή με το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Μια ιδιαίτερα ψυχολογικά φορτισμένη διαδικασία, βαρύνει τους Πυροσβέστες – Διασώστες και Αστυνομικούς συνήθως, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις διάσωσης-απεγκλωβισμού ατόμων.
Φορτισμένοι και οι ίδιοι συναισθηματικά, από την καταστροφή που έχουν κληθεί να διαχειριστούν επιχειρησιακά, ερευνούν σπιθαμή προς σπιθαμή για να εντοπίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ζωντανοί ή νεκροί με λεπτό, χειρουργικό τρόπο, πρέπει να βρεθούν οι αγνοούμενοι. Παράλληλα ξεκινάει και ένας δεύτερος ιδιαίτερα ευαίσθητος αγώνας.
Αυτός της ενημέρωσης και συνεργασίας των οικείων τους. Άνθρωποι που βρίσκονται σε απόγνωση, φορτισμένοι στο μέγιστο, που ζουν εκείνη τη στιγμή στο μέγιστο της οδύνης, της αγωνίας.
Η αυτοπρόσωπη παρουσία, δίπλα τους είναι ίσως ότι πιο δύσκολο στην επαγγελματική πορεία.
Τα μέλη των σωστικών συνεργείων, ξεπερνώντας τη δική τους φόρτιση, πρέπει να διατηρήσουν και σε αυτούς τη ψυχραιμία, να τους παρουσιάσουν τις ακριβείς διαστάσεις της πραγματικότητας, αλλά και να τους προσφέρουν την αχτίδα της συγκρατημένης αισιοδοξίας κατά το διάστημα της επιχείρησης.

πηγή