«Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, που χορηγήθηκε αναστολή μέχρι το Δευτεροβάθμιο και μετά εξέτισαν τη στερητική της ελευθερίας ποινή τους»

Ο δικηγόρος Παναγιώτης Περιβολάρης, με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ποινή που επιβλήθηκε στο Δημήτρη Λιγνάδη, ως προς το σκέλος της αναστολής της ποινής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης

Όπως παραθέτει με νομικά επιχειρήματα, ο δικηγόρος Παναγιώτης Περιβολάρης, «Για την υπόθεση Λιγνάδη, ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει, κατ’ αρ. 336 αυτού, ποινή κάθειρξης έως 10 έτη για ένα βιασμό, με την εξαίρεση του βιασμού ανηλίκου ή του βιασμού από πρόσωπα, που δρούσαν από κοινού, ή του βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του θύματος οπότε η επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αυτό σημαίνει, ότι η ποινή κάθειρξης ξεκινά από τα 5 έτη και φτάνει έως τα 10, με τις παραπάνω εξαιρέσεις. Η επιβληθείσα, λοιπόν, ποινή κάθειρξης στο Λιγνάδη δεν συνιστά ποινή-χάδι, όπως γράφτηκε. Κάθε άλλο! Μια στερητική της ελευθερίας ποινή παραμένει ένα σοβαρό στίγμα για τον καταδικασθέντα ακόμα και αν τελικώς αυτός δεν καταδικαστεί για το σύνολο των αποδοθέντων σε αυτόν εγκλημάτων.
Ναι αλλά έχουμε εδώ καταδίκη για δύο βιασμούς. Σωστά, για τον ένα επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 10 ετών και για τον άλλο 5. Αυτές οι ποινές συγχωνεύτηκαν νομίμως και κατά τα οριζόμενα πάλι στον Π.Κ. Με άλλα λόγια, ο Λιγνάδης καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 12 ετών και όχι 15, κατ’ αρ. 94 Π.Κ. που ορίζει, ότι η επαύξηση της βαρύτερης ποινής (αυτής των 10 ετών, εν προκειμένω), δεν μπορεί να υπερβεί το 1/2 της συντρέχουσας ποινής (των 5 ετών εν προκειμένω). Όταν, λοιπόν, διαβάζει κανείς π.χ. για συνολική ποινή 80 ετών (που μπορεί να έχει επιβληθεί σε κάποιο καταδικασμένο για περισσότερα εγκλήματα πρόσωπο), είναι χρήσιμο να ξεκαθαριστεί, ότι τέτοιες ποινές δεν επιβάλλονται στην Ελλάδα (και σχεδόν σε καμμία δυτική χώρα) αλλά ακολουθεί μια συγχώνευση αυτών και προκύπτει μια σαφώς μικρότερη ποινή.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης του Λιγνάδη, με το οποίο αφέθηκε ελεύθερος έως την έκδοση απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το αρ. 497 ΚΠΔ ορίζει, ότι η έφεση μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, αν ο καταδικασθείς πρωτοδίκως εκκαλών έχει σταθερή και μόνιμη κατοικία, δεν κρίνεται ύποπτος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων, δεν έχει προετοιμαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα, δεν υπήρξε κατά το παρελθόν φυγόδικος ή φυγόποινος και δεν έχει κριθεί στο παρελθόν ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής. Η χορήγηση τέτοιου αποτελέσματος στην έφεση δεν προδικάζει ούτε απαλλαγή του από τα εις βάρος του εγκλήματα ούτε μείωση της ποινής του (την οποία θα εκτίσει μετά την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου).
Είναι δίκαιη η απόφαση σε βάρος του Λιγνάδη; Με νομικούς όρους, ναι, αν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι όροι του αρ. 497 ΚΠΔ για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσής του! Δεν μπορώ να έχω άποψη για την απαλλαγή του από 2 ακόμα κατηγορίες για βιασμό, που εκκρεμούσαν σε βάρος του, διότι δεν έχω γνώση της δικογραφίας. Επίσης, ανάμεσα στη σύνταξη ενός κατηγορητηρίου και την τελική απόφαση μεσολαβεί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και πλήθος στοιχείων, που μπορούν να ανατρέψουν μια κατηγορία. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν υποθέσεις, όπου χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα σε εφέσεις από πρόσωπα, που καταδικάστηκαν πρωτοδίκως σε 15 και 20, μια φορά που έχω υπόψη σε 21, χρόνια κάθειρξης, αφέθησαν ελεύθεροι μέχρι την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και μετά εξέτισαν τη στερητική της ελευθερίας ποινή τους. Αυτά τα ολίγα