“Μπορούν οι γυναίκες να εμπιστευτούν τον Έλληνα Αστυνομικό; “

Με αφορμή την καταγγελία της φοιτήτριας για βιασμό της από δύο Ειδικούς Φρουρούς στο ΑΤ Ομονοίας, ο πρόεδρος της ΔΡΑΣΗ Αστυνομικών, Αξιωματικός της ΕΛΑΣ, παραθέτει άποψη γνώμης

Αναφέρει ο πρόεδρος της ΔΡΑΣΗ Αστυνομικών, Αξιωματικός της ΕΛΑΣ Μιχάλης Λώλης, «Ο φερόμενος βιασμός μιας γυναίκας από δύο Αστυνομικούς μέσα στο Τμήμα είναι θεσμικό ζήτημα και καθόλου μεμονωμένο περιστατικό και συνδέεται με την ίδια την αποτελεσματικότητα του Αστυνομικού έργου και της αντιμετώπισης της αστυνομικής αυθαιρεσίας και εν τέλει της ίδιας της εμπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες και ιδιαίτερα οι γυναίκες στην Αστυνομία. 

Αν δε το δούμε, πρώτα εμείς στην Αστυνομία σε θεσμικό επίπεδο τότε θα έχουμε την ευθύνη ότι εθελοτυφλούμε. Άλλωστε η κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη υποθάλπει την αστυνομική αυθαιρεσία. 

Το ζήτημα φυσικά δεν είναι αν ντρέπεσαι ως Αστυνομικός για το περιστατικό, ούτε αρκεί αυτό, αλλά ότι οι φερόμενοι βιαστές είναι Αστυνομικοί συνάδελφοί μας και φορείς εξουσίας του Κράτους. Αυτό θέτει το βιασμό σε ένα άλλο επίπεδο. 

Δεν αρκεί ως Αστυνομικοί να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τους φερόμενους βιαστές μιλώντας για μεμονωμένο περιστατικό, αλλά να σηκώσουμε συλλογικά το βάρος της ευθύνης που μας αναλογεί. Πως μπόρεσαν δύο Αστυνομικοί να φλερτάρουν εν ώρα υπηρεσίας, να δώσουν ραντεβού στο Τμήμα με σκοπό να συνευρεθούν σεξουαλικά, να βιντεοσκοπήσουν και τελικά φέρεται να βίασαν μία πολίτη;

Όπως έχω γράψει σε επιστημονικό άρθρο στο παρελθόν, το ζήτημα έχει βαθύτερα αιτία. Αν το Κράτος είχε φύλο θα ήταν άντρας και η Αστυνομία θα ήταν ο ‘φαλλός’ του. Στη φράση αυτή θα μπορούσε κανείς αλληγορικά να συμπυκνώσει τις αντιλήψεις γύρω από τα έμφυλα στερεότυπα που κυριαρχούν στην Ελληνική και όχι μόνο, Αστυνομία. Τα πρότυπα αρρενωπότητας βρίσκονται στο πυρήνα του θεσμού της Αστυνομίας και επιδρούν στην οργάνωση, στη λειτουργία και στο ιδεολογικοπολιτικό της αφήγημα και κατ’ επέκταση την άσκηση καθηκόντων του ίδιου του Αστυνομικού. Η ‘πατριαρχία’ και ο ‘σεξισμός’ που κυριαρχούν στην κοινωνία, εμφιλοχωρούν μέσα στην Αστυνομία και παράγουν ένα ιδιαίτερο μείγμα προτύπων αρρενωπότητας, που μεταξύ άλλων πυροδοτεί τις παραδοσιακά δύσκολες σχέσεις με τους πολίτες.

Τα κατάλοιπα του παρελθόντος, μαζί με την παρωχημένη στρατιωτική εκπαίδευση και οργάνωση της Αστυνομίας, διαμορφώνουν τις συντηρητικές αντιλήψεις του Αστυνομικού, με το σεξισμό να βρίσκεται στο πυρήνα της αστυνομικής κουλτούρας. Η δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας μειονοτικών κοινωνικών ομάδων, μαζί με την κοινωνική ένταση που δημιουργούν, λειτουργούν στον Αστυνομικό σαν προσπάθεια ανατροπής της λεγόμενης κανονικότητας διατήρηση της οποίας οδηγεί σε αυταρχικές συμπεριφορές τους Αστυνομικούς. 

Υπάρχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία που συγκροτούν την ιδεολογία της Αστυνομίας και επηρεάζουν τη συμπεριφορά των Αστυνομικών, καθώς και τον τρόπο που επιτελούν το ρόλο τους. Πέραν του εγγενούς συντηρητισμού και του κοινωνικού απομονωτισμού, κυριαρχεί το ήθος της αρρενωπότητας ως πρότυπο του Αστυνομικού. Ήτοι η επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος, η ανάγκη για επίδειξη και επιβολή της αστυνομικής εξουσίας, απαιτεί υψηλά επίπεδα ανδρισμού και αρρενωπότητας και είναι δομικό χαρακτηριστικό για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα πρότυπα αρρενωπότητας του Αστυνομικού είναι η επιθετικότητα, η σκληρότητα, η επίδειξη φυσικής/σωματικής δύναμης, μια ισχυρή αίσθηση ανταγωνισμού, καθώς και μια υπερβολική προβολή του ετεροφυλόφιλου σεξουαλικού προσανατολισμού.

 Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η αστυνομία είναι ένας έμφυλος κοινωνικός θεσμός όπου κυριαρχεί η τοξική αρρενωπότητα, που συχνά υποβιβάζει τη θηλυκότητα και τις άλλες λιγότερο αρρενωπές μορφές ανθρώπων, όπως την αρρενωπότητα των ομοφυλόφιλων, αφού μάλιστα η ομοφυλοφιλία θεωρείται παρέκκλιση, η οποία πρέπει να χλευαστεί και να απαξιωθεί, διότι μπορεί να προσβάλει το κύρος του Αστυνομικού με βάση τα κυρίαρχα πρότυπα αρρενωπότητας. 

Επίσης, τα πρότυπα αρρενωπότητας λειτουργούν και ως μηχανισμός άμυνας στη πίεση των δύσκολων συνθηκών της δουλείας και διαμορφώνουν τους Αστυνομικούς με έντονα στοιχειά κοινωνικής διαφοροποίησης. Επίσης, αντανακλούν τη πατριαρχική δομή της κοινωνίας και εκφράζονται μέσα από τις σεξιστικές αντιλήψεις και μαζί με ένα μείγμα ρατσιστικών και εθνικιστικών προσεγγίσεων που εδράζονται στη στρατιωτική δομή της Αστυνομίας, διαμορφώνουν κουλτούρα «ηρωικού» καθήκοντος. Όλα αυτά όμως τρέφουν τις επιφυλάξεις, την απέχθεια, το μισός και την εχθρότητα από τους πολίτες. Αυτό προκαλεί μια εσωτερίκευση από τον Αστυνομικό, που μαζί με τη καταπίεση και τη αυταρχικότητα στο εσωτερικό της Αστυνομίας, διαμορφώνουν την ταυτότητα του Αστυνομικού σήμερα. 

Ο συντηρητισμός καθιστά τους Αστυνομικούς άτεγκτους απέναντι σε οτιδήποτε προοδευτικό και διαφορετικό απειλεί την κοινωνική ευταξία και τις παραδοσιακές αξίες. Ο Αστυνομικός αντιλαμβάνεται με όρους μάχης την καταστολή της εγκληματικότητας, δέχεται ότι το επάγγελμα του, επειδή ενέχει υψηλές πιθανότητες τραυματισμού ή ακόμα και θανάτου, είναι ηρωικό και μάχεται για να διαφυλάξει τη φήμη και το κύρος της Αστυνομίας. Η υπερτίμηση αυτή οδηγεί σε ανοχή στην αυθαιρεσία και τη παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο πλαίσιο μια κακώς εννοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης και ενός άρρηκτα ενωμένου Σώματος. Σημαντικό ρόλο στη ταυτότητα του Αστυνομικού παίζει η «αυτοεικόνα» του, αφού θεωρεί πως έχει κάποια εξουσία, ενώ είναι νομοταγής, ψύχραιμος, θαρραλέος και νιώθει έντονα πως διαφέρει από τους απλούς πολίτες, λόγω της κοινωνικής προσφορά της δουλείας του. 

Ακόμη, χαρακτηριστικό πρότυπο αρρενωπότητας στην Αστυνομία, είναι η «σεξουαλική παρενόχληση» και δεν αναφερόμαι μόνο στην επαχθή, βίαιη και ασελγή μορφή της, αλλά στην «απαρατήρητη και φυσική» κανονικοποιημένη μορφή της. Είναι όλες εκείνες οι σεξιστικές συμπεριφορές και εκφράσεις, όσο αθώες, συνηθισμένες, αποδεκτές και αδιόρατες φαίνονται, που υποτιμούν τις γυναίκες και υπονοούν ότι είναι λιγότερο ίσες, δηλαδή λιγότερο ικανές και δυνατές από τους άνδρες. Εκφράζεται με σεξιστικά αστεία, σεξουαλικά υπονοούμενα, σεξιστικές φιλοφρονήσεις και αδικαιολόγητα μονόπλευρο «πέσιμο», φλερτ και ερωτικό πείραγμα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες υπονομεύονται, αποκλείονται, αγνοούνται, καταπιέζονται, εξαναγκάζονται σε υποχωρήσεις από τους άνδρες και την εξουσιαστική συμπεριφορά τους. Αν κάποια γυναίκα τολμήσει να αντιδράσει, θα θεωρηθεί υπερβολική και ότι «το πήρε πολύ σοβαρά» και η σεξουαλική παρενόχληση που λέει ότι δέχθηκε είναι ακίνδυνη και αθώα έκφραση του «υγιούς και φυσικού» ανδρισμού απέναντι σε μια γυναίκα, που πρέπει όχι απλά να δέχεται, αλλά αντίθετα να κολακεύεται κιόλας.

Τα πρότυπα αρρενωπότητας μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στο έργο της Αστυνομίας και στην ποιότητα της αστυνόμευσης, αφού γυναίκες τα αντιλαμβάνονται ως άδικες διακρίσεις που συμβάλλουν στην έλλειψη εμπιστοσύνη τους σε αυτή. Έτσι δυσχεραίνει σημαντικά το έργο της αστυνομίας, μειώνοντας τελικά την αποτελεσματικότητά της. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των γυναικών στην αστυνομία αυξάνει την πιθανότητα μη καταγγελίας της έμφυλης βίας και της ομοφοβίας, όπως βιασμοί, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις που υφίστανται, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα περιστατικά να παραμένουν στο «σκοτάδι». Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. έχει αναδείξει ξεκάθαρα το φαινόμενο της υποκαταγραφής αυτών των εγκλημάτων.

Ο σεξισμός, ο μισογυνισμός και η τοξική αρρενωπότητα, μέσα από τα σεξιστικά και ομοφοβικά αστεία, σχόλια και αναρτήσεις στο διαδίκτυο, τον σεξιστικό και ομοφοβικό δημόσιο λόγο, που δυστυχώς κυριαρχούν και στην Αστυνομία, δημιουργούν αναπότρεπτα το αναγκαίο υπόβαθρο της έμφυλης βίας, μετατρέποντάς τη σε μια κοινοτοπία, κανονικοποιώντας την και παραδίδοντάς τη νομιμοποιημένη στο συλλογικό ασυνείδητο. 

Ο απώτερος σκοπός είναι η απελευθέρωση των ίδιων των Αστυνομικών από έμφυλους περιορισμούς και καταναγκασμούς που τους εγκλωβίζουν και οδηγούν νομοτελειακά στη βία. Φυσικά, η αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος του σεξισμού και της τοξικής αρρενωπότητας στην καθημερινότητα, είναι η αποδόμηση της ίδιας της πατριαρχίας, που ελέγχει και εξουσιάζει αδιόρατα τις ζωές και τις συνειδήσεις όλων μας. Τα πρότυπα αρρενωπότητας και η αμφισβήτησή τους είναι κομβικής σημασίας στην Αστυνομία και στις προσπάθειες για εκδημοκρατισμό της. 

Δε μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε ότι οι φερόμενοι δράστες είναι Ειδικοί Φρουροί που προσελήφθησαν εκτός πανελληνίων και κατατάχθηκαν στην Αστυνομία χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση. Καθίσταται έτσι επιτακτική μια σύγχρονη επαγγελματική εκπαίδευση του Αστυνομικού πάνω στις τρεις βασικές θεματικές ενότητες της Αστυνομικής, Νομικής και Κοινωνικής επιστήμης που απαιτούνται για την άρτια επαγγελματική του κατάρτιση του. Μια εκπαίδευση που βασίζεται αυστηρά στης δημοκρατικές αρχές, τους κανόνες δικαίου και την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η χρήση βίας πρέπει να γίνεται αυστηρά με τους περιορισμούς που επιβάλουν. Τέλος, η εκπαίδευση πρέπει να λαμβάνει απαραίτητα υπόψη την καταπολέμηση του ρατσισμού και των έμφυλων διακρίσεων. 

Η κριτική στην Αστυνομία πρέπει να είναι αντικειμενική και καλόπιστη, η άσκηση αυθαίρετης βίας δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά αποτελούν θεσμικό πρόβλημα του Κράτους και κάθε ποινική, πειθαρχική ευθύνη και εν τέλει τιμωρία των αστυνομικών που αυθαιρετούν θα την κρίνουν τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα και η Δικαιοσύνη. Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φαινόμενα αυθαιρεσίας αστυνομικής βίας απαιτείται επιτέλους η θέσπιση μιας συνταγματικά Ανεξάρτητης Αρχής που θα τα εξετάζει.»