“Μέσα στο απόκοσμο περιβάλλον,  είδα την ανήμπορη παραπληγική υπερήλικη, στην πλαστική καρέκλα”

Σε κάθε εκδήλωση πυρκαγιάς πληρώματα τής ΕΛΑΣ δίνουν παρόν και συνδράμουν επιχειρησιακά στις εκκένωσης,  με την οπτική του αστυνομικού στην εικόνα που διακινείται στα ΜΜΕ

Αστυνομικός Δημήτρης Χριστοδουλόπουλος, απομάκρυνε  (09/07) ηλικιωμένη από το Ίδρυμα ευγηρίας στην Πάτρα, καθώς δεν ήταν σε θέση να περπατήσει, ενω η φωτιά ειχε πλησιάσει απειλητικά και τη μετέφερε στο λεωφορείο για να μεταβεί σε ασφαλές σημείο.

Όπως επισημαίνει ο Λ.Δ, «Το POV του Αστυνομικού: Συνήθως δεν έχεις ακριβή εικόνα του μεγέθους και της κατεύθυνσης του μετώπου. Ο πυκνός καπνός δυσχεραίνει κάθε αντίληψη του χώρου, ακόμη και του ήδη γνωστού. Άπειροι άνθρωποι σε πλησιάζουν ως κάποιον που μπορεί να δώσει λύση στα πάντα, ζητώντας ο καθένας τους κι από μία, άμεσα. Άλλοι τρομαγμένοι, άλλοι στρεσσαρισμένοι, άλλοι εκνευρισμένοι κι άλλοι χαμένοι. Εσύ όμως έχεις μια ορισμένη αποστολή. Τη διευκόλυνση των επίγειων δυνάμεων της Π.Υ. και την εκκένωση, αν αυτή διαταχθεί, με απόλυτη προτεραιότητα στους ανήμπορους. Αυτό σημαίνει οτι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα πλησιάσεις πολύ στη μαίνουσα πυρκαγιά. Πράγμα εξ’ ορισμού τρομακτικό. Χαώδες.

Ο καπνός περιορίζει την ορατότητά σου σε λίγα εκατοστά πια, τα μάτια σου δακρύζουν και οι ανάσες σου γίνονται ρηχές και κοφτές – ίσως νιώσεις και έντονη ναυτία. Τα εναέρια μέσα που δίνουν τη δική τους μάχη από πάνω σου, συνθέτουν ένα πολεμικό σκηνικό, ενώ το να βραχείς από τις ρίψεις τους είναι το λιγότερο – αυτές μπορούν να γίνουν πολύ επικίνδυνες. Μέσα σε αυτό το απόκοσμο περιβάλλον, υπό τους ήχους πυρακτωμένων πεύκων, ελικοπτέρων, φωνών, σειρηνών και ασυρμάτων, την είδα.

Στο υπό εκκένωση ίδρυμα, λοξά πεσμένη σε μια πλαστική καρέκλα, στην ουρά της εισόδου, πίσω από άλλους σε αμαξίδια και φορεία. Μια ανήμπορη παραπληγική υπερήλικη, με ένα κορμί σχεδόν καχεκτικό, ένα ιδρωμένο λευκό νυχτικό και βρεγμένα μαλλιά και πρόσωπο, να περιμένει υπομονετικά, τι; Ποιός ξέρει τι της επέτρεπε η άνοια να αντιληφθεί…

Κι ενώ μειώναμε την ουρά βάζοντας τους μπροστινούς της σε ασθενοφόρα και βανάκια της Π.Υ., ήρθε η στιγμή που σηκωτή, μαζί με την καρέκλα της, την επιβιβάσαμε στο επιταγμένο αστικό λεωφορείο. Τα γαλάζια μάτια της μας κοίταζαν σαν αυτά ενός μικρού παιδιού, ανέκφραστα και ταυτόχρονα υπερ-εκφραστικά. Η φωνή της δεν έβγαινε, μόνο τα χείλη της μαρτυρούσαν οτι κάτι προσπαθεί να πει. Έσκυψα προς το μέρος της. Την κοίταξα. Με κοίταξε. Τα χείλη της κουνήθηκαν. Έσκυψα κι άλλο μπροστά – όσο μπορούσα για να μη χάσω την ισορροπία μου ενώ τρέχαμε προς το λεωφορείο. Κι εκεί, σαν να σταμάτησε κάθε άλλος ήχος, κάθε θόρυβος, κάθε θλίψη, κάθε καταστροφή και κάθε αγωνία, την άκουσα: “ΝΑ στε καλά”. Αυτές οι τρείς λέξεις που κατά παράδοξο τρόπο μου αντήχησαν τόσο εκκωφαντικά, παρά τη σχεδόν μη φωνή της κι αυτά τα μεγάλα μπλε μάτια της που βλέπουν έναν κόσμο πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν που βλέπουμε εγώ κι εσύ, συνοψίζουν κατ’ εμέ τη σημερινή μας προσπάθεια. Μα και κάθε μας προσπάθεια… 

Καλή δύναμη στους πληγέντες, πολλά μπράβο σε όσους επιχείρησαν και συνέδραμαν από οποιοδήποτε πόστο».