Μαίρη Μπόση: “Η μάχη με το οργανωμένο έγκλημα δεν εξαγγέλλεται, αλλά γίνεται”

Συνέντευξη στο Liberal, της καθηγήτριας Διεθνούς Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Πειραιά Μαίρης Μπόση*

Η πανδημία έδωσε τη δυνατότητα στο οργανωμένο έγκλημα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να στρατολογήσει νέα μέλη, να αυξήσει τη βίαιη συμπεριφορά του, τονίζει στο Liberal η Μαίρη Μπόση, προσθέτοντας ότι η διατύπωση πως μια κυβέρνηση «άνοιξε πόλεμο κατά του εγκλήματος» είναι παντελώς άστοχη και ως δημόσια τοποθέτηση.

«Μια κυβέρνηση, ένα υπουργείο, μια διωκτική αρχή, δεν αναγγέλλει στους εγκληματίες ότι θα «ασχοληθεί» μαζί τους αλλά απλώς το κάνει, σημειώνει η καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, η οποία μιλά για τις νέες τάσεις, τα νέα πρόσωπα, την ολοένα μεγαλύτερη συνύπαραξη του ντόπιου με το εισερχόμενο οργανωμένο έγκλημα, την κλιμακούμενη αύξηση στην διακίνηση όπλων και ανθρώπων, αλλά και την ανάγκη οι διωκτικές αρχές στην Ελλάδα να γίνουν περισσότερο ανεξάρτητες, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό.

– Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα αγριεύει, τα χτυπήματα αυξάνονται. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο;

Η πανδημία έδωσε τη δυνατότητα στο οργανωμένο έγκλημα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να στρατολογήσει νέα μέλη, να αυξήσει τη βίαιη συμπεριφορά του. Η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής αποτελεί τμήμα της συμπεριφοράς του οργανωμένου εγκλήματος είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο.

Εξάλλου κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε αύξηση στο χάσμα πλούτου – φτώχειας και η νέα αυτή φτωχοποίηση πυροδοτεί κατακόρυφη άνοδο στα βίαια εγκλήματα.

Από εκεί και πέρα τα χαρακτηριστικά που είχε το οργανωμένο έγκλημα, σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο τα προηγούμενα χρόνια έχουν αλλάξει.

Παλιά γνωρίζαμε την μαφία, την ντραγκέτα, την καμόρα, ενώ η έννοια του εγκλήματος τότε –τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του διπολικού συστήματος – είχε και ορισμένους κώδικες. Στους κώδικες αυτούς αναφερόταν τόσο τα απλά, όσο και τα αρχηγικά μέλη.

Αυτές οι αλλαγές που βλέπουμε, δηλαδή τα νέα χαρακτηριστικά εγκλήματος, ξεκινούν αρκετά χρόνια αργότερα από τα πρώτα που ανέφερα, δηλαδή γύρω στη δεκαετία του 1990 με το τέλος του διπολικού συστήματος, ενώ η συνέχεια φτάνει ως το σήμερα.

Η συνέχεια αυτή έχει μια σειρά από νέα στοιχεία. Πρώτον το άνοιγμα των συνόρων. Κατά τη διάρκεια ανοίγματος των συνόρων παρατηρήθηκε ότι έφυγαν από τις ανατολικές χώρες, αλλά και επετράπη να φύγουν από αυτές μια σειρά από εγκληματικά στοιχεία αδειάζοντας τις φυλακές τους.

Εισήλθαν στα δυτικά κράτη – στα ευρωπαϊκά κράτη- άτομα με ιδιαίτερες ειδικότητες, ακόμη και γνώσεις στις πολεμικές τέχνες, αλλαγή με πολλές διαστάσεις.

Αναφέρομαι στην γεωργιανή μαφία, τους Τσετσένους, τη βουλγαρική, την αλβανική μαφία κ.ο.κ. Αυτά όμως τα στοιχεία έχουν με τα χρόνια αρχίσει και συνυπάρχουν με το ελληνικό οργανωμένο έγκλημα. Η συνύπαρξη αυτή του ντόπιου με το εισερχόμενο έγκλημα πλέον δίνει καθημερινά ολοένα και περισσότερο τα δικά της αποτελέσματα. Η βία θα αυξηθεί.

Το βλέπουμε από την αύξηση στην διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η διακίνηση αυτή αυξάνεται κατακόρυφα. Η παράνομη αγορά όπλων και εκρηκτικών είναι πολύ μεγαλύτερη της νόμιμης αγοράς όπλων και εκρηκτικών, από τα στοιχεία που μας δίνουν διεθνείς οργανισμοί και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.

– Και αυτό αφορά και την Ελλάδα; Είπατε ότι η πανδημία έδωσε την ευκαιρία στο οργανωμένο έγκλημα να ανασυνταχθεί. Σε αυτή την διαδικασία εντάχθηκαν σε αυτό και νέα πρόσωπα;

Κατά την διάρκεια της πανδημίας είδαμε την είσοδο νέων οργανώσεων, νέων ομάδων εγκλήματος, αλλά και ατόμων νεαρότερης ηλικίας. Έχουμε δηλαδή ολοένα και νεότερες ηλικιακά ομάδες. Το καταγράφω γιατί είναι αρκετά τα δείγματα παγκοσμίως, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ελλάδα.

Συνοπτικά, ο κόσμος της «νύχτας», δηλαδή του εγκλήματος που δεν είναι μόνο νύχτα πλέον, αφού δρα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, θεωρείται από τη διεθνή αρθρογραφία, ότι είναι ευκολότερο να παταχθεί, να ελεγχθεί και να εξαρθρωθεί σε μικρότερες γεωγραφικά χώρες, όπως είναι η Ελλάδα. Ο εντοπισμός είναι ευκολότερος και οι διωκτικές αρχές μπορούν να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία.

Ταυτόχρονα αυτό που παρατηρούμε είναι η αύξηση της βιαιότητας. Ενώ παλαιότερα, η άσκηση βίας εντοπίζονταν κυρίως την νύχτα, τώρα άλλαξε και ο τρόπος. Η αύξηση της βίας παρατηρείται ακόμη και ημέρα μεσημέρι.

Επίσης παράλληλα με την διακίνηση όπλων, η οποία συνεχίζεται ακάθεκτη, παρατηρείται και αυξημένη κινητικότητα στη διακίνηση ανθρώπων. Ειδικότερα, διακίνηση γυναικών από τις χώρες αυτές, στη συνέχεια το είδαμε και στη διακίνηση μεταναστών. Το οργανωμένο έγκλημα κατέχει εξέχουσα θέση σε όλα αυτά. Διακίνηση παιδιών, ναρκωτικών, ανθρωπίνων οργάνων και μια σειρά από άλλα είδη προς πώληση.

Η έτερη διάσταση που εντοπίζεται στο διεθνές οργανωμένο έγκλημα, το οποίο έχει εκ των πραγμάτων εθνικές διαστάσεις είναι η χρήση της τεχνολογίας. Τα εγκληματικά στοιχεία αποκτούν άμεση γνώση, άμεση πρόσβαση με χρήση συχνά της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας στο πεδίο.

– Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και η κυβέρνηση φαίνεται να έχει κηρύξει τον πόλεμο στο οργανωμένο έγκλημα…

Η διατύπωση ότι μια κυβέρνηση «άνοιξε πόλεμο κατά του εγκλήματος» είναι παντελώς άστοχη ως διατύπωση και ως δημόσια τοποθέτηση.

Μια κυβέρνηση, ένα υπουργείο, μια διωκτική αρχή, δεν αναγγέλλει στους εγκληματίες ότι θα «ασχοληθεί» μαζί τους, αλλά απλώς το κάνει.

Ακόμη καλύτερα δεν σταματά ποτέ να το κάνει καθώς αυτή είναι η κύρια ενασχόληση των διωκτικών αρχών δηλαδή η παροχή ασφάλειας τους πολίτες του κράτους τους.

Δεν αναγγέλλει ότι θα ασχοληθεί με τους εγκληματίες κατόπιν σειράς εγκληματικών ενεργειών που δημιουργούν ανασφάλεια στο σύνολο των πολιτών αλλά ασχολείται διαρκώς προλαμβάνοντας τις εγκληματικές τους πράξεις.

Θα έλεγα ότι πέρα από την σε βάθος γνώση του χώρου του εγκλήματος που οφείλουν να έχουν οι διωκτικές αρχές, αυτές δεν είναι παρά ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται από την πολιτική ηγεσία. Οι διωκτικές αρχές στην Ελλάδα οφείλουν να γίνουν περισσότερο ανεξάρτητες, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό.

Οφείλουν να κινούνται περισσότερο αυτόνομα στο έγκλημα. Διαθέτουν και την εκπαίδευση και την γνώση και όλα τα τεχνολογικά εργαλεία στην διάθεσή τους, προκειμένου να φέρουν τα αποτελέσματα που θα εξασφαλίζουν ασφάλεια στον πολίτη.

Παρατηρώ σε πολλά κράτη ότι δεν έχει σημασία ποια είναι η πολιτική αρχή και τι κάνει, αλλά η δίωξη του εγκλήματος έχει μια λογική η οποία δεν σταματά και δεν εφησυχάζει ποτέ, όπως για παράδειγμα στη Βρετανία και την Ιταλία.

Τα κατάλληλα εργαλεία συνεργάζονται διεθνώς και θεωρητικά υπάρχει καλή γνώση του χώρου. Θα όφειλαν επομένως οι διωκτικές αρχές να μας δώσουν και καλύτερα αποτελέσματα.

– Βλέπετε περαιτέρω έξαρση της εγκληματικότητας;

Εφόσον δεν αντιμετωπιστούν τα παραπάνω, εκτιμώ ότι θα έχουμε μεγάλη έξαρση. Ελπίζω να μην θρηνήσουμε νέα θύματα, καθώς η αύξηση της βίας που παρακολουθούμε στο έγκλημα σημαίνει ότι οι εγκληματίες δεν θα δειλιάσουν εάν κάτι τους ενοχλήσει. Δεν θα δειλιάσουν να επιλέξουν ένας αθώος να πληρώσει μια αστοχία, όπως έχουμε ήδη δει να συμβαίνει το τελευταίο διάστημα.

Οι διωκτικές αρχές οφείλουν να επιδείξουν μεγαλύτερη εγρήγορση στον τομέα της δίωξης του εγκλήματος. Είναι μικρός ο τόπος μας. Μπορούμε να τα καταφέρουμε

– Ποιες οι σχέσεις του χώρου του κοινού εγκλήματος με τις οργανώσεις πολιτικής βίας. Εντείνονται;

Έχει φανεί ξεκάθαρα, και από τα δείγματα γραφής που μας έχουν κατά καιρούς δώσει αυτές οι οργανώσεις και από τον τρόπο που κινούνται αλλά και από τα μέσα που χρησιμοποιούν, ότι υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη σχέση και συνύπαρξη μεταξύ του εγκλήματος και της πολιτικής βίας.

__________________________

* Η Μαίρη Μπόση είναι καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς

** Συνέντευξη στο Liberal, στο Γιώργο Φιντικάκη