Οι “κούριερ” της κοκαΐνης|ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ*

Από την ταινία Maria Full of Grace (2004).
Μέχρι τo Noέμβριο του 2015, η 26χρονη Miquyana Yasmine Pais Quaresma Nazareth, υπήκοος Πορτογαλίας με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήρι, ζούσε μια ήσυχη ζωή έξω από το Παρίσι δουλεύοντας ως βοηθός νυχτερινής νοσοκόμας σε οίκο ευγηρίας. Με τον μισθό της, 1.300 ευρώ το μήνα, νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Corbeil Essones, 28 χιλιόμετρα νότια της γαλλικής πρωτεύουσας και σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι του συντρόφου της.

Στις 9 Δεκεμβρίου 2015, στις 4.30 περίπου το απόγευμα, η Μiquy έφτασε στην Αθήνα από το Σάο Πάολο με την πτήση 1838 της SWISSAIR μέσω Ζυρίχης. Στην αίθουσα αφίξεων του Ελ. Βενιζέλος, μόλις πήρε τη βαλίτσα της, η όμορφη ψηλή κοπέλα έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχη. Κοιτούσε συνεχώς προς το μέρος των αστυνομικών.

«Την πλησιάσαμε και την οδηγήσαμε στα γραφεία της υπηρεσίας για έλεγχο», αναφέρει σε κατάθεσή του αστυφύλακας της Δίωξης Ναρκωτικών. Στις αποσκευές της βρέθηκαν 5,25 κιλά κοκαΐνης κρυμμένα μέσα σε 63 συσκευασίες βαφής μαλλιών. Στους αστυνομικούς που την ανέκριναν, η Μiquy δήλωσε άγνοια. Είπε ότι οι συσκευασίες προϋπήρχαν στη βαλίτσα που της έδωσε η ξαδέλφη της στο Σάο Πάολο. «Στη Βραζιλία έκανα διακοπές. Την τελευταία μέρα πριν φύγω, επειδή η βαλίτσα μου ήταν μικρή, η ξαδέλφη μου μου έδωσε μια μεγαλύτερη, μέσα στην οποία υπήρχαν και άλλα πράγματα, όπως βαφές μαλλιών. Έδωσα τη βαλίτσα στο αεροδρόμιο στη Βραζιλία και την παρέλαβα στην Αθήνα. Μόλις την πήρα με σταμάτησαν αστυνομικοί και μου είπαν ότι στις βαφές μαλλιών υπήρχε κοκαΐνη. Δεν έχω σχέση με τα ναρκωτικά».

H Miquyana Yasmine Pais Quaresma Nazareth συνελήφθη επί τόπου. Έκτοτε κρατείται στην γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού και αντιμετωπίζει ποινή ισοβίων. Τα 5.250 γραμμάρια κοκαΐνης που έκρυβε η βαλίτσα της μεταφράζονται σε πολλά χρήματα. Κάθε κιλό κοκαΐνης πωλείται προς 50-70.000 ευρώ. Ανάλογα με τη χώρα προέλευσης και τον βαθμό καθαρότητας, κάθε κιλό, μετά τη νόθευσή του με άλλες ουσίες, μπορεί να γίνει 3 κιλά.

Ο Αστυνόμος Α’ Γιάννης Δροσίνης, είναι ένας ήρεμος άνδρας γύρω στα 45. Το γραφείο του είναι μια όμορφη καθαρή αίθουσα στη διεύθυνση αστυνομίας αερολιμένα, πολύ διαφορετική ίσως από τα συνήθη γραφεία αστυνομικών. Πρόκειται για το κτίριο που συναντάς στο δεξί σου χέρι καθώς πηγαίνεις προς αεροδρόμιο. Από το παράθυρό του βλέπει την πίστα και το κτίριο του αεροδρομίου. Ο Δροσίνης υπάγεται στην υποδιεύθυνση δίωξης ναρκωτικών Αττικής (ΓΑΔΑ), ωστόσο του έχει παραχωρηθεί ένα γραφείο εκεί. Ο επικεφαλής του κλιμακίου της Δίωξης Ναρκωτικών στο Ελ. Βενιζέλος διηγείται στο inside story πώς η 26χρονη Μiquy στρατολογήθηκε στο Παρίσι από μέλη της νιγηριανής μαφίας, που της υποσχέθηκαν αμοιβή 4.000 ευρώ για να μεταφέρει την κόκα από το Σάο Πάολο στην Αθήνα. Λίγες μέρες πριν φύγει για τη Βραζιλία, η Μiquy είχε έρθει από το Παρίσι για να συναντήσει σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης τους Αφρικανούς ναρκεμπόρους και να συζητήσει μαζί τους τις λεπτομέρειες της μεταφοράς. «Είχαμε παρακολουθήσει τις κινήσεις της και είχαμε βάσιμες υποψίες ότι θα επέστρεφε από την Βραζιλία μεταφέροντας ναρκωτικά» διηγείται ο Δροσίνης.

Τέσσερις μήνες μετά τη σύλληψή της, μέσα από τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, η Pais κατέθεσε συμπληρωματικό υπόμνημα στην 29η τακτική ανακρίτρια. Στην χειρόγραφη επιστολή της (στην οποία απέκτησε πρόσβαση το inside story) περιγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη που την οδήγησαν στη φυλακή, Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, ρίχνει παράλληλα φως στα σκοτεινά ταξίδια των “κούριερ” της κόκας από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική στην Ευρώπη.

Η αφήγηση της Μiquy

«Γεννήθηκα στην Πορτογαλία. Όταν ήμουν 13 μεταναστεύσαμε με τους γονείς μου στη Γαλλία. Τέλειωσα το σχολείο το 2009 και για έναν χρόνο δεν δούλευα, μόνο διάβαζα για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Πέρασα στη Νοσηλευτική με 20/20. Μετά τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω σε ένα τηλεφωνικό κέντρο κρατώντας ιατρικά ραντεβού. Το Φεβρουάριο του 2015 έφυγα από το πατρικό μου όπου ζούσα με τη μαμά μου και έπιασα σπίτι μόνη μου, πολύ κοντά στο σπίτι του φίλου μου. Τον Οκτώβριο άρχισα να εργάζομαι σε ένα οίκο ευγηρίας ως βοηθός νυχτερινής νοσοκόμας. Έβγαζα 1.200-1.300 ευρώ το μήνα. Όλα στη ζωή μου πήγαιναν καλά. Ο φίλος μου είναι επίσης Πορτογάλος. Τον λένε Muhammad Injai Si και δούλευε υποτίθεται ως ελεύθερος επαγγελματίας σε ασφάλειες ζωής και συνταξιοδοτικά πλάνα. Προφανώς όμως ασχολείτο με τη διακίνηση ναρκωτικών. Μια μέρα, μόλις είχα μπει σπίτι στις 8 το πρωί μετά την βάρδιά μου, με πήραν από την κλινική και μου είπαν ότι ένας από τους ασθενείς μου βρέθηκε νεκρός, είχε πέσει τη νύχτα από το κρεβάτι του. Στεναχωρήθηκα πολύ. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα πια να εργάζομαι στον οίκο ευγηρίας. Ο Muhammad τότε μου πρότεινε να βγάλω αλλιώς κάποια χρήματα αφού δεν θα είχα δουλειά. Να κάνω ένα ταξίδι στην Βραζιλία προκειμένου να μεταφέρω ναρκωτικά στην Αθήνα. Δεν γνώριζα τι είδους ναρκωτικά ή σε τι ποσότητα. Αν ολοκλήρωνα με επιτυχία τη μεταφορά, θα κέρδιζα 4.000 ευρώ. Εκείνος και η δική μου ανόητη συμπεριφορά με οδήγησαν στην κατάσταση που είμαι τώρα. Αυτήν την συμπεριφορά τώρα τη μετανιώνω και πιθανόν να τη μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή.

Ο Muhammad αγόρασε το εισιτήριό μου στο ίντερνετ με την κάρτα του. Στις 29 Νοεμβρίου ταξίδεψα προς την Αθήνα. Στο αεροδρόμιο θα με περίμενε κάποιος γνωστός του, του οποίου το όνομα δεν γνώριζα και ούτε έπρεπε να μάθω. Μόλις προσγειώθηκα χτύπησε στο κινητό μου ένα ελληνικό νούμερο. Ένας άνδρας άρχισε να μου μιλάει στα πορτογαλικά. Ήταν από τη Γουινέα. Επειδή δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε καλά, αρχίσαμε να μιλάμε στα κρεόλ. Μου είπε ότι βρισκόταν καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο και να τον περιμένω στην αφετηρία των λεωφορείων. Για να τον αναγνωρίσω θα κρατούσε μια μικρή πλαστική σακούλα. Έκανα ό,τι μου είπε. Με πλησίασε ένας έγχρωμος άνδρας και πήραμε ταξί για το κέντρο της Αθήνας. Θα με άφηνε στο ξενοδοχείο και θα πήγαινε να αγοράσει το εισιτήριο μου για την Βραζιλία.

Μόλις φτάσαμε, πλήρωσε στη ρεσεψιόν το δωμάτιό μου και μου έδωσε την απόδειξη που υπέγραψε. Με ρώτησε αν ήθελα κάτι να φάω, του απάντησα “ναι” και μου είπε “επιστρέφω με το εισιτήριό σου, χρήματα για το ταξίδι, ένα κινητό τηλέφωνο και το φαγητό σου”. Επέστρεψε με ένα μικρό μαύρο Samsung κινητό που θα χρησιμοποιούσα στην Ελλάδα και την Βραζιλία, έναν φάκελο με ένα αεροπορικό εισιτήριο αλέ-ρετούρ για το Σάο Πάολο, ένα δεύτερο κινητό που έπρεπε να πάω δώρο στον θείο του στην Βραζιλία και 500 ευρώ σε χαρτονομίσματα των 50 για τα έξοδά μου εκεί. Την ημέρα της αναχώρησής μου, επέστρεψε στο ξενοδοχείο μου με έναν άλλον άνδρα. Μου είπαν ότι στην επιστροφή θα μετέφερα ναρκωτικά και ότι δεν έπρεπε να ανησυχώ καθόλου καθώς συνεργάζονται με Έλληνες τελωνειακούς. Πριν φύγουν, με φωτογράφισαν τονίζοντάς μου ότι στο ταξίδι της επιστροφής θα έπρεπε να φοράω τα ίδια ρούχα για να με αναγνωρίσουν. Το βράδυ πέταξα προς το Σάο Πάολο».

Το κινητό αποδεικνύει την κλίμακα. Η Μίκι μετέφερε ηρωίνη αξίας άνω των 75.000 ευρώ.

Ο Δροσίνης επισημαίνει ότι οι μεταφορείς της κόκας δεν γνωρίζουν το πραγματικό όνομα του ατόμου που τους προμηθεύει με τα ναρκωτικά, ούτε αυτό του παραλήπτη. «Τους βάζουν σε κάποιο ξενοδοχείο και τους λένε “μείνε εκεί μέχρι να σε πάρουμε τηλέφωνο”. Έτσι, όταν τους συλλαμβάνουμε δεν μπορούν να μας πουν κάτι περισσότερο από ένα ψευδώνυμο ή το μικρό όνομα του διακινητή, ενώ το τηλέφωνο είναι καταχωρημένο σε ανύπαρκτο πρόσωπο».

Στο γράμμα της, η Pais μιλά για τις συναντήσεις της στην Βραζιλία και περιγράφει όσα μεσολάβησαν από την άφιξή της μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου, οπότε παρέλαβε τα ναρκωτικά. «Την ημέρα που έφτασα, μου τηλεφώνησε ο θείος του άνδρα που είχα συναντήσει στην Αθήνα. Μου είπε ότι τον έλεγαν Ali και κανονίσαμε να βρεθούμε κοντά στο ξενοδοχείο μου. Δειπνήσαμε μαζί και μου εξήγησε με περισσότερες λεπτομέρειες την αποστολή μου. Μου επανέλαβε ότι όλα θα πήγαιναν καλά καθώς συνεργάζονται με Έλληνες τελωνειακούς, πρόβλημα μπορεί να παρουσιαζόταν μόνο στο αεροδρόμιο του Σάο Πάολο, αλλά ήταν βέβαιος ότι ούτε εκεί θα έβρισκαν τα ναρκωτικά. Τις επόμενες ημέρες συναντήθηκα ξανά με τον Ali και κάποιον Michael που ήταν υπεύθυνος να διεκπεραιώσει το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή να μου παραδώσει τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά λίγο πριν την επιβίβασή μου στο αεροπλάνο της επιστροφής. Ο Michael δεν μιλούσε καλά τα πορτογαλικά και μου ζήτησε να μιλάμε αγγλικά. Αλλά εγώ δεν μιλάω αγγλικά, οπότε συνεχίσαμε στα πορτογαλικά. Το πρωί πριν την αναχώρησή μου, ο Michael με παρέλαβε από το ξενοδοχείο μου και κατευθυνθήκαμε μαζί σε ένα φτωχόσπιτο σε κάποια φαβέλα του Σάο Πάολο. Ο Michael έπρεπε να πάει στη δουλειά του κι εγώ έπρεπε να τον περιμένω σε αυτό το σπίτι. Εκεί υπήρχε ένας νεαρός άνδρας. Στην αρχή δεν ήθελα να κάτσω μόνη μου μαζί του, αλλά τελικά πέρασα μαζί του όλη τη μέρα περιμένοντας. To απόγευμα ο Michael επέστρεψε από τη δουλειά του. Κρατούσε μια μεγάλη βαλίτσα, μέσα στην οποία υπήρχαν συσκευασίες βαφής μαλλιών. Μου είπε να βάλω μέσα και τα πράγματά μου. Είχα καθυστερήσει πολύ και κινδύνευα να χάσω την πτήση. Έβαλα γρήγορα τα ρούχα μου στη βαλίτσα και πήγα μόνη μου στο αεροδρόμιο. Δεν ήξερα τι ακριβώς μετέφερα. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας έμαθα ότι είχα μαζί μου 5 κιλά κόκας. Όταν θα παρέδιδα τη βαλίτσα στην Αθήνα στον άνδρα από τη Γουινέα, θα μου έδινε 4.000 ευρώ. Αργότερα έμαθα ότι πρόκειται για πολύ μικρή αμοιβή για τόσο μεγάλη ποσότητα. Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν παίρνω ναρκωτικά. Μετανιώνω πάρα πολύ για τις πράξεις μου».

Τέσσερις μήνες μετά τη σύλληψή της, η Μiquy αποφάσισε να πει την αλήθεια. Κατονόμασε τον σύντροφό της ως το άτομο που την ενέπλεξε στην υπόθεση και μέσω του συνηγόρου της, Ζαχαρία Κεσσέ, ζήτησε να ενημερωθούν οι γαλλικές αρχές προκειμένου να κινήσουν τις διαδικασίες σύλληψής του.

Η νιγηριανή Μαφία

Όπως εξηγεί στο inside story ο επικεφαλής της Δίωξης Ναρκωτικών του Ελ. Βενιζέλος, τις αερομεταφορές ναρκωτικών παγκοσμίως ελέγχει η νιγηριανή μαφία. «Το κύκλωμα έχει συνδέσμους στη Λατινική Αμερική την Αφρική και την Ελλάδα. Παλαιότερα, χρησιμοποιούσε “κούριερ” από την Ανατολική Ευρώπη, αργότερα Έλληνες και τελευταία αρκετούς Δυτικοευρωπαίους». To 2003, το 50% των αλλοδαπών γυναικών στις αγγλικές φυλακές ήταν κούριερ ναρκωτικών (αλλιώς «mules») από την Τζαμάικα και ακολουθούσαν οι Νιγηριανές. Δεδομένου ότι ο μέσος όρος εισοδήματος στη Νιγηρία είναι 2.000 δολάρια ετησίως, τα κούριερ μπορούν να βγάλουν έως και 15.000 δολάρια ανά ταξίδι.

Τον Μάρτιο συνελήφθη ένας 45χρονος Γερμανός που έφτασε στην Αθήνα μέσω Ντουμπάι μεταφέροντας 4 κιλά κοκαΐνη κρυμμένα σε κουτιά με σοκολατάκια. Λίγες ημέρες νωρίτερα, αστυνομικοί είχαν περάσει χειροπέδες σε έναν 50χρονο Ισπανό σε αναπηρικό καροτσάκι, ο οποίος είχε καταπιεί 82 συσκευασίες με συνολικά 1,5 κιλό κόκα. Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του από την Αντίς Αμπέμπα και έφτασε στην Αθήνα μέσω Αιγύπτου. «Παίρνουν τα ναρκωτικά από τη Λατινική Αμερική ή την Αφρική και επιστρέφουν στην Ευρώπη, επιλέγοντας για ενδιάμεσο σταθμό αεροδρόμια με πλημμελείς ελέγχους ασφαλείας. Η αμοιβή τους κυμαίνεται από 2.000 έως 10.000 ευρώ ανάλογα με την ποσότητα που μεταφέρουν» εξηγεί ο Γιάννης Δροσίνης.

Πιο σύνθετη και επώδυνη είναι η διαδικασία μεταφοράς των ναρκωτικών ενδοσωματικά. Οι μεταφορείς καταπίνουν τα “πακέτα” λίγο πριν επιβιβαστούν στο αεροπλάνο για να μην υπάρχει κίνδυνος να τα αποβάλουν στη διάρκεια του ταξιδιού. Για να καταφέρουν να μεταφέρουν μεγαλύτερες ποσότητες, προπονούνται με καρπούς δέντρων, ενώ είναι υποχρεωμένοι να καταπίνουν τις συσκευασίες με την κόκα μπροστά στον έμπορο/προμηθευτή, ο οποίος μετράει τον αριθμό τους και ενημερώνει τον παραλήπτη.

Η 32χρονη Daphne Sylvain από την Βενεζουέλα εντοπίστηκε τον Απρίλιο στην Αθήνα. Είχε κατορθώσει να χωρέσει στο στομάχι της 88 συσκευασίες με κόκα, ποσότητα ρεκόρ σύμφωνα με τους αστυνομικούς του Ελ. Βενιζέλος. Από την ακτινογραφία της οι αστυνομικοί συμπεραίνουν ότι έχει κάνει παρόμοια ταξίδια στο παρελθόν.

Οι διακινητές εκπαιδεύουν τους μεταφορείς να είναι ψύχραιμοι και συγκαταβατικοί. Όταν τους πλησιάζουν οι αστυνομικοί στις αφίξεις του αεροδρομίου και τους ρωτούν εάν μεταφέρουν ναρκωτικά, εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά. Συχνά, για να γίνουν πιο πειστικοί, ζητούν να πιούν Coca-Cola, που πιστεύεται ότι λιώνει τις πλαστικές συσκευασίες με τα ναρκωτικά και άρα μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο του μεταφορέα.

Mια κλασική ιστορία

Η 25χρονη Betelhem Chana από την Αιθιοπία συνελήφθη στις 10 Απριλίου στο αεροδρόμιο της Αθήνας κατά την άφιξή της από τις Βρυξέλλες. Όπως περιέγραψαν αργότερα οι αστυνομικοί που μίλησαν μαζί της, «έδειχνε ασυνήθιστα ανήσυχη και τρομαγμένη». Άνδρες της Δίωξης την πλησίασαν και της έδειξαν τις ταυτότητές τους. Απαντώντας στις ερωτήσεις τους, είπε ότι μένει μόνιμα στην Κυψέλη και ότι επιστρέφει από διακοπές σε μια φίλη της στο Άμστερνταμ. Αρνήθηκε ότι μετέφερε ναρκωτικά στη χειραποσκευή της. Οι αστυνομικοί την οδήγησαν στα γραφεία τους για να ελέγξουν την βαλίτσα της, χωρίς να βρουν μέσα κάτι παράνομο. «Στην ερώτηση μας εάν φέρει ναρκωτικά ενδοσωματικά, ομολόγησε ότι έχει τρεις αυτοσχέδιες συσκευασίες εντός του κόλπου και του πρωκτού της» γράφει στην κατάθεσή του ο αστυφύλακας που την ανέκρινε. Πράγματι, αφαίρεσε μόνη της από το σώμα της τρεις αυτοσχέδιες κυλινδρικές συσκευασίες, κλεισμένες αεροστεγώς με νάιλον. Όπως θα ανακάλυπταν αργότερα οι αστυνομικοί, τα “πακέτα” περιείχαν ηρωίνη βάρους 229 γραμμαρίων. Κάθε γραμμάριο ηρωίνης αποτιμάται στην αγορά σε 10-15 ευρώ. Ανάλογα με τη νόθευση, ένα γραμμάριο μπορεί να γίνει και τρία. Η ιστορία της Betelhem, όπως η ίδια την αφηγήθηκε, είναι συνήθης.

«Ήμουν σχεδόν δύο μήνες άνεργη. Πριν δούλευα σε ένα καφενείο όπου συχνάζουν Σουδανοί υπήκοοι, όπου έβγαζα μεροκάματο 15 ευρώ. Η μητέρα μου που ζει στην Αιθιοπία χρειαζόταν χρήματα. Εκείνη την εποχή γνώρισα στο Facebook έναν άνδρα ονόματι Iso. Μιλήσαμε λίγο και κάποια στιγμή μου ζήτησε το τηλέφωνό μου. Του το έδωσα. Mε πήρε και με ρώτησε αν θέλω δουλειά. Είπα ναι και μου εξήγησε ότι επρόκειτο να κάνω μια μεταφορά από το Άμστερνταμ, χωρίς να μου πει για τι ακριβώς πρόκειται. Με διαβεβαίωσε ότι η δουλειά δεν έχει ρίσκο. Μιλούσαμε ήδη περίπου ενάμιση μήνα και δεν υποπτεύθηκα ότι μπορεί να μου προτείνει να μεταφέρω ναρκωτικά. Γενικά δεν ταξιδεύω και δεν ήξερα ότι η Ολλανδία είναι τόπος διακίνησης ναρκωτικών. Χθες μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να συναντήσω έναν συνεργάτη του στην πλατεία Αμερικής. Πήγα και παρέλαβα από έναν άνδρα δύο αεροπορικά εισιτήρια. Ταξίδεψα στο Άμστερνταμ. Εκεί με περίμεναν δύο άνδρες και μια γυναίκα. Οι άνδρες μου κρατούσαν τα χέρια ενώ η γυναίκα έβαλε στα γεννητικά μου όργανα τρεις συσκευασίες. Με απείλησαν ότι αν δεν κάνω ό,τι λένε θα βάλουν τα πακέτα στη βαλίτσα μου και θα με καταγγείλουν στην αστυνομία. Δεν είπα τίποτα γιατί φοβήθηκα ότι δεν θα με πιστέψει κανείς. Πήγα με τρένο στις Βρυξέλλες και από εκεί πήρα αεροπλάνο για την Αθήνα. Όταν θα επέστρεφα από την Ολλανδία θα μου τηλεφωνούσε κάποιος για να του παραδώσω τα πακέτα. Δεν μου είπε την αμοιβή μου, αλλά υπέθετα ότι θα ήταν 1.000-2.000 ευρώ».

«Όσο χρόνο βρισκόταν στα γραφεία μας, δεν δέχτηκε κάποιο σχετικό τηλεφώνημα, ενώ είπε ότι είχε ξεχάσει τον κωδικό πρόσβασης στο Facebook κι έτσι δεν εντοπίστηκε ο λογαριασμός του Iso» γράφει στην κατάθεσή του ο αστυνομικός της υπηρεσίας. «Έχουμε υπόνοιες ότι μέλη του κυκλώματος παρακολουθούν τους μεταφορείς κατά την έξοδό τους από το αεροδρόμιο. Αν δουν ότι τους συλλαμβάνουμε, τους εγκαταλείπουν στην τύχη τους» καταλήγει ο Δροσίνης.

Σήμερα η Μiquy, η Daphne και η Betelhem είναι και οι τρεις προφυλακισμένες. Η πρώτη αντιμετωπίζει ισόβια. Παρότι οι ιστορίες τους είναι διαφορετικές, οι “κούριερ της κόκας” συχνά συναντιούνται στα προαύλια των φυλακών και περνούν παρέα τον χρόνο της αναμονής πριν τη δίκη τους.

________

*Κείμενο
Γιάννης Σουλιώτης
Φωτογραφίες
Δημήτρης Μιχαλάκης