“Έρευνα σε σέλα μοτοποδηλάτου με την παρουσία.. Εισαγγελέα”- Αποψη*

“Συνήθως ό,τι μικρό έχω να πω για τον ισχύοντα νόμο και την ερμηνεία-του το εκφράζω δημόσια στις αίθουσες των Δικαστηρίων και διδασκαλίας αποφεύγοντας συνειδητά κάθε είδους διαξιφισμό. Με αυτό το σκεπτικό η όποια δημόσια παρέμβαση που μου αναλογούσε σχετικά με τον νέο ΚΠΔ περιορίστηκε σε μια ολιγόλεπτη εισήγηση σε ένα Συνέδριο αφού ακόμη και στον απλό, νομικό σχολιασμό των διατάξεων των νέων Κωδίκων αναζητείτο πολιτικό/κομματικό κίνητρο .

Πρόσφατα, όμως, πληροφορήθηκα ότι ζητήθηκε, σε εφαρμογή των διατάξεων του νέου ΚΠΔ, από Πάρεδρο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που ήταν εφημερία, να παραστεί μετά την έρευνα στην οικία συλληφθέντος, φερόμενου δράστη κατ’ εξακολούθηση κλοπών και στην έρευνα επί του μοτοποδηλάτου- του, που κατά ανακριτική λογική ακολούθησε και μάλιστα να υπογράψει την σχετική έκθεση (ενν. έρευνας μοτοποδηλάτου).
Έχω παραστεί και παραγγείλει την διενέργεια ερευνών σε οικίες, ων ουκ έστι αριθμός αλλά ουδέποτε μου είχε ζητηθεί να παραστώ ή να παραγγείλω έρευνα ειδικά σε μηχανοκίνητο μέσο (με την εξαίρεση, ίσως, της ενδεχόμενης χρήσης του ως κατοικία). Μελετώντας τον νέο ΚΠΔ διαπίστωσα ότι στο άρθρο 253 προστέθηκε ως επιπλέον γενική προϋπόθεση, η διενέργεια κάθε είδους έρευνας «… με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας …».
Θα ήθελα να θυμίσω εδώ ότι έρευνα, κατά την γραμματική έννοια, είναι, μεταξύ άλλων, η συστηματική προσπάθεια εντοπισμού αντικειμένου ή προσώπου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 239 παρ. 1, 251, 253 προϊσχύσαντος και νέου ΚΠΔ, υπό το φως της ανωτέρω έννοιας, προκύπτει ότι έρευνα είναι η διαδικαστική ανακριτική πράξη, κατά την οποία αναζητείται από τον ανακριτή ή τον ανακριτικό υπάλληλο, αντικείμενο ή πρόσωπο, που έχει σχέση με ορισμένο έγκλημα, που ανακρίνουν. Η αναζήτηση αντικειμένου ή προσώπου μπορεί να γίνει σε χώρο ή τόπο (εδώ εμπίπτει και η έρευνα σε κατοικία), στο ανθρώπινο σώμα ή σε οιοδήποτε πράγμα.
Ο προϊσχύσας ΚΠΔ προέβλεπε αφενός γενικές προϋποθέσεις για την διεξαγωγή κάθε είδους έρευνας (άρθρ. 253, 258) και αφετέρου ειδικές, επιπλέον των γενικών, που αφορούσαν μόνο στην διενέργεια της κατ’ οίκον (άρθρ. 254-256) και της σωματικής έρευνας (άρθρ. 257). Η ιδιαίτερη ρύθμιση των ως άνω συγκεκριμένων ερευνών κατέστη αναγκαία ενόψει της συνταγματικής προστασίας, που απολαμβάνουν τόσο το άσυλο της κατοικίας (άρθρ. 9 Σ.) όσο και αυτή η ίδια η αξία του ανθρώπου (άρθρ. 2 παρ. 1 Σ.), αντίστοιχα.
Οι γενικές προϋποθέσεις κάθε έρευνας ήταν, σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, οι ακόλουθες: (α) να διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα και (β) να είναι αναγκαία για να βεβαιωθεί το έγκλημα, να αποκαλυφθεί ή/και συλληφθεί ο δράστης και τέλος να βεβαιωθεί ή/και αποκατασταθεί η ζημία που προκλήθηκε, δηλαδή να μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η συλλογή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.
Στρέφομαι στην Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» (εφεξής ΣχΚΠΔ) για να δω το σκεπτικό πίσω από την ως άνω προσθήκη και διαβάζω τα εξής: «… Οι γενικές διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του δεύτερου Τμήματος, που αφορά τις ανακριτικές πράξεις, παραμένουν αναλλοίωτες, καθόσον κρίθηκε ότι αποτυπώνουν με επαρκή σαφήνεια την αξιούμενη νομιμοποιητική βάση για τη διενέργεια των γενικών ανακριτικών πράξεων και τα δικαιώματα των οργάνων που τις υλοποιούν.
Μοναδική προσθήκη αποτελεί η ρητή αναφορά στη διάταξη του άρθρου 251, τόσο στον τίτλο αυτού όσο και σε αυτοτελή παράγραφό του, της αρχής της αναλογικότητας lato sensu (προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας εν στενή εννοία). …» (σελ. 75) και λίγο πιο κάτω «… Α. Έρευνες. Διορθωτικές διατυπώσεις, βελτιώσεις και αναριθμήσεις έλαβαν χώρα και σε σχέση με τις έρευνες στα άρθρα 253 έως 259 ΣχΚΠΔ. Η διάταξη του άρθρου 253 ΣχΚΠΔ, ως περιέχουσα τις γενικές προϋποθέσεις των ερευνών (κατοικίας, σώματος, πραγμάτων) παρέμεινε αναλλοίωτη (η υπογράμμιση δική μου) …» (σελ. 76).
Είναι προφανές ότι ούτε η παραδοχή ότι οι γενικές διατάξεις του παλαιού ΚΠΔ, που αφορούν στις ανακριτικές πράξεις, «… αποτυπώνουν με επαρκή σαφήνεια την αξιούμενη νομιμοποιητική βάση για τη διενέργεια των γενικών ανακριτικών πράξεων και τα δικαιώματα των οργάνων που τις υλοποιούν …» ούτε η δήλωση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής ότι «… Η διάταξη του άρθρου 253 ΣχΚΠΔ, ως περιέχουσα τις γενικές προϋποθέσεις των ερευνών (κατοικίας, σώματος, πραγμάτων) παρέμεινε αναλλοίωτη …» αιτιολογεί στα μάτια του μέσου λογικού ανθρώπου την ως άνω εισαγωγή, με τον νέο ΚΠΔ, μιας επιπλέον γενικής προϋπόθεσης για την διενέργεια κάθε είδους έρευνας, η οποία μάλλον οφείλεται σε παραδρομή[15].
Είτε από επιλογή[16], όμως, είτε από παραδρομή το γράμμα του νόμου στην διάταξη του άρθρ. 253 νέου ΚΠΔ είναι, αν αναγνωσθεί μεμονωμένα, απολύτως σαφές[17] («… έρευνα διενεργείται, με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, …») και απολύτως κατανοητό ακόμη και από μη νομικούς.
Η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας ήταν, μέχρι την 1.7.2019, μια εγγύηση νομιμότητας, που η Ποινική Δικονομία επιφύλασσε, κατά ρητή συνταγματική επιταγή[18], μόνο για την διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία[19]. Ειδικότερα, την έρευνα σε κατοικία κατά την διάρκεια της ημέρας μπορούσε να διενεργήσει είτε ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής ή ο Ειρηνοδίκης/Πταισματοδίκης συμπράττοντας με άλλον ανακριτικό υπάλληλο είτε ανακριτικός υπάλληλος με την σύμπραξη δικαστικού λειτουργού ενώ την έρευνα σε κατοικία κατά την διάρκεια της νύχτας μπορούσε να διενεργήσει μόνο ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής ή ο Ειρηνοδίκης/Πταισματοδίκης συμπράττοντας με άλλον ανακριτικό υπάλληλο.
Ο νέος ΚΠΔ[20] διατηρεί ρητά την ίδια ακριβώς ειδική προϋπόθεση (παρουσία δικαστικού λειτουργού[21]) στις διατάξεις, που αφορούν στην διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία παράλληλα με την δήθεν καθιέρωσή της ως γενική προϋπόθεση κάθε έρευνας. Όσον αφορά στις σωματικές έρευνες[22] επαναλήφθηκαν[23] οι διατάξεις του άρθρ. 257 προϊσχύσαντος ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρ. 199 προϊσχύσαντος και νέου ΚΠΔ.
Για κάθε άλλη έρευνα[24] θα πρέπει, σύμφωνα με τον νέο ΚΠΔ, να συντάσσεται έκθεση από δύο ανακριτικούς υπαλλήλους, που συμπράττουν με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας στον τόπο όπου γίνεται η πράξη και κατά τον χρόνο της ενέργειας ή, αν αυτό είναι αδύνατο, αμέσως μετά[25].

Έτσι οι:
(α) συγκαλυμμένες έρευνες,
(β) ανακριτικές διεισδύσεις,
(γ) οι ελεγχόμενες μεταφορές (ναρκωτικών),
(δ) οι απομαγνητοφωνήσεις του υλικού άρσης απορρήτου και
(ε) οι καταγραφές της δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα θα πρέπει να διενεργούνται όχι μόνο υπό την εποπτεία του οικείου Εισαγγελέα[26] αλλά και «… με την παρουσία (-του) πάντοτε …», στον τόπο και κατά τον χρόνο, που διενεργούνται, ώστε να υπογράψει και την σχετική έκθεση.

Η ίδια διαδικασία θα πρέπει να ακολουθηθεί και στις περιπτώσεις που ο ανακριτικός υπάλληλος «θέλει να ρίξει μια ματιά σ’ ένα ανοιχτό οικόπεδο με την ελπίδα να βρει εκεί πεταμένο πιστόλι-όργανο ανθρωποκτονίας»[27] ή στην έρευνα του μοτοποδηλάτου συλληφθέντος, φερόμενου δράστη κατ’ εξακολούθηση κλοπών, που έδωσε αφορμή για την συγγραφή του παρόντος.
Αν μετά τις ανωτέρω παραδοχές προσπαθήσουμε να εντάξουμε συστηματικά το γράμμα του άρθρ. 253 νέου ΚΠΔ στο πλέγμα, που δημιουργεί το σύνολο των ειδικών διατάξεων του ΚΠΔ για τις έρευνες παρατηρούμε ότι προκαλεί διάσπαση της εσωτερικής συνοχής των σχετικών κανόνων, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά, για νομικούς αλλά και πραγματικούς λόγους και κατά συνέπεια καταλύει, στο συγκεκριμένο σημείο, την ενότητα της έννομης τάξης.
Η ένταξη της συγκεκριμένης, πρόσθετης προϋπόθεσης στο ήδη καθιερούμενο σύστημα διατάξεων, που αφορούν στις έρευνες, κρίνεται ως αδύνατη ενόψει του ότι αφενός είναι περιττή καθόσον ικανοποιείται και χωρίς αυτή, πλήρως η ρητή συνταγματική επιταγή όσον αφορά στην διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία ενώ ουδέν επιπλέον εχέγγυο προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προσθέτει στις σωματικές έρευνες (το αντίθετο μάλιστα δεδομένου ότι ο ερευνώμενος υφίσταται πλέον την έρευνα μπροστά στα μάτια τριών τουλάχιστον αντί για δύο τουλάχιστον προσώπων) αφετέρου η απαίτηση παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας κατά την έρευνα οιουδήποτε, πλην της κατοικίας, χώρου ή τόπου ή οιουδήποτε πράγματος πέραν του ότι ουδεμία χρεία δικονομικής «προστασίας» ικανοποιεί, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάγκη ταχείας διεξαγωγής της δίκης, που είναι σήμερα το κύριο ζητούμενο της Ποινικής Δικονομίας καιτέλος, καθιστά, αν όχι αδύνατη, ιδιαιτέρως δυσχερή την διεξαγωγή οιασδήποτε ειδικής ανακριτικής πράξης, που ούτως ή άλλως εποπτεύεται από Εισαγγελέα και ελέγχεται από Δικαστικό Συμβούλιο σε κάθε περίπτωση.
Η αντινομία[28] αυτή πρέπει να αντιμετωπισθεί με την συστολή του γράμματος του άρθρ. 253 ΚΠΔ έτσι ώστε μετά από τελολογική στάθμιση, αυτό να εναρμονισθεί συστηματικά προς τους λοιπούς κανόνες που αφορούν στις έρευνες[29]. Από την Αιτιολογική Έκθεση ΣχΚΠΔ προκύπτει σαφώς ότι ο («ιστορικός») νομοθέτης δεν ήθελε να καθιερώσει μια επιπλέον γενική προϋπόθεση για την διενέργεια οιασδήποτε έρευνας αλλά τελικά η διατύπωση του κανόνα, που κατέστρωσε είναι ευρύτερη από εκείνη που θα ανταποκρινόταν στον σκοπό-του (ενδεχομένως να τονίσει ότι όπως κάθε ανακριτική πράξη έτσι και η έρευνα πρέπει τελεί υπό δικαστικό έλεγχο).
Κατά συνέπεια φρονούμε ότι η ασαφής συστηματικά γραμματική διατύπωση του άρθρ. 253 νέου ΚΠΔ θα πρέπει να περιορισθεί, κατά συσταλτική ερμηνεία, ώστε να διαβάζεται πλέον ως εξής: «… έρευνα διενεργείται, με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, όταν αυτή επιβάλλεται σύμφωνα με ειδική διάταξη νόμου, …» και η σχετική διάταξη να εναρμονισθεί με τις λοιπές διατάξεις για τις έρευνες[30] αλλά και να μείνει ταυτόχρονα «ανοιχτή» στο ενδεχόμενο πράγματι ηθελημένης προσθήκης της ανωτέρω προϋπόθεσης όταν ο νομοθέτης το κρίνει χρήσιμο.

____________________
*Νομική ανασυλη, του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Δημητρίου Ι. Γκύζη