“Επειδή λοιπόν με ξέρετε, δε θα σταματήσω να καταγγέλλω τον φασισμό σας, είμαστε πολλοί που θέλουμε να ζήσουμε καλύτερα”

Πορεία στο κέντρο του “Εξαρχειστάν” πραγματοποίησε ομάδα του αντιεξουσιαστικού, με τους κατοίκους να καταγράφουν την κίνησή τους από μπαλκόνια, ωστόσο η εμμονή τους ήταν η στοχοποίηση κατοίκου της περιοχής που έχει αναφερθεί στις πράξεις βίας που ενεργούν

Όπως αναφέρει η Γ.Κ, «Χθες (01/07) το βράδυ στις οκτώ έγινε πορεία διαμαρτυρίας στα Εξάρχεια, όταν λέμε πορεία στα Εξάρχεια εννοούμε βαριά βαριά καμιά εκατοστή νοματαίους που κρατούν πανό και φιδοσέρνονται στην καυτή άσφαλτο, αργά και ράθυμα από τον καύσωνα, αλλά και καύσωνα να μην είχε, πάλι με νεκρά θα πήγαιναν, φωνάζοντας συνθήματα ‒ τα ίδια και τα ίδια, όχι σε όλα: όχι στο ΜΕΤΡΟ, όχι στην καλυτέρευση της ζωής μας, όχι στην ανάπλαση του Στρέφη, όχι στην εκκένωση των καταλήψεων, όχι μπάτσοι στη γειτονιά.
Δεν θα έγραφα τίποτα σήμερα εάν δεν είχα λόγους πολύ προσωπικούς χθες, που όταν έφτασαν οι περιπατητές κάτω από το σπίτι μου στάθηκαν και άρχισαν να μου φωνάζουν «κλείσε την κάμερα, Γιούλα», μια γυναικεία φωνή είπε πρώτη το όνομά μου, ο μπροστάρης της πορείας, που ρύθμιζε την κυκλοφορία κι έκοβε τα αυτοκίνητα στις διασταυρώσεις, σήκωσε το κεφάλι του, είδε ότι από τα γύρω μπαλκόνια πολλοί κάτοικοι φωτογράφιζαν το event, παρά ταύτα στράφηκε σε μένα και με υψωμένη γροθιά μού απευθύνθηκε απειλητικά «είσαι γνωστή ρουφιάνα, σε ξέρουμε εσένα, κλείσε την κάμερα, ρουφιάνα».
Φυσικά με ξέρουν: είμαι εγώ που μιλάω με πρόσωπο στην κάμερα και υπογεγραμμένα τα κείμενά μου για το έγκλημα των Εξαρχείων, την εξαθλίωση των κατοίκων, την απανθρωποποίηση των προσφύγων μέσα στα χαλάσματα των καταλήψεων, το εμπόριο πρέζας, όπλων και σάρκας, τη συστηματική υποβάθμιση ζωής και περιουσίας, είμαι εγώ που μου έχουν σπάσει τζαμαρίες και αυτοκίνητα, είμαι εγώ που την ευθύνη των επιθέσεων εναντίον μου την έχει αναλάβει με μακροσκελή ανακοίνωσή της τρομοκρατική οργάνωση, είμαι εγώ που επί χρόνια περισσεύω στο σπίτι μου, ενοχλώ και μου φωνάζουν «καριόλα δημοσιογράφα, ξέρουμε πού μένεις, θα σε κάψουμε» ή «φύγε, μωρή, από δω, εδώ είναι Εξάρχεια κι άμα σ’ αρέσει».
Επειδή λοιπόν με ξέρετε, θα έχετε καταλάβει ήδη ότι δεν θα φύγω, δεν θα πάψω να λέω τη γνώμη μου, δεν θα κρυφτώ πίσω από τα κάγκελα που υψώσατε σε όλες τις πόρτες, δεν θα σταματήσω να καταγγέλλω τον φασισμό σας, γιατί ατόφιος φασισμός είναι οι ελάχιστοι να προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή των πολλών – και, ναι, είμαστε πολλοί εδώ που θέλουμε να ζήσουμε καλύτερα. Το ξέρετε το σπίτι μου, κοπιάστε. Καλημέρα, φίλοι!»