“Αναρχία + Ανομία = Τρομοκρατία”

Η αναρχία και η ανομία κερδίζει καθημερινά έδαφος στην ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για ένα χρόνιο ενδημικό φαινόμενο, που ανατροφοδοτείται από ένα σύστημα «αυτόκλητων
σωτήρων», «δήθεν αλληλέγγυων-καταληψιών» και «σκληρών ποινικών», οι οποίοι με συνεχείς βίαιες και ακραίες «δράσεις» βυθίζουν την κοινωνία στην εγχώρια τρομοκρατία, αξιοποιώντας άβατα κάποιων περιοχών και άσυλων.
Το κλίμα ασφαλείας των πολιτών έχει κλονιστεί, αφού καθημερινά δήθεν αγωνιστές εισέρχονται σε δημόσια κτίρια, υπουργεία, τη Βουλή των Ελλήνων, πρεσβείες ξένων κρατών και απειλούν, προκαλούν φθορές, ευτελίζουν, θέτουν σε κίνδυνο αστυνομικούς και πολίτες. Κουκουλοφόροι σπέρνουν τον τρόμο μέρα-μεσημέρι, σπάνε κεντρικά καταστήματα και βιτρίνες. Ποινικοί εγκληματίες διαπράττουν εγκλήματα και διαφεύγουν ανενόχλητοι σε περιοχές «απροσπέλαστες» από αστυνομική δύναμη, είτε αυτές λέγονται άσυλο πανεπιστημιακού ιδρύματος, είτε λέγονται συγκεκριμένες περιοχές των Εξαρχείων, είτε λέγονται καταυλισμός Δυτικής Αττικής. Η Αστυνομία καθημερινά συλλαμβάνει ποινικούς εγκληματίες, οι οποίοι τυγχάνουν να είναι αποφυλακισμένοι, λόγω ευεργετικών διατάξεων, την ίδια ώρα που τα δολοφονικά-τρομοκρατικά χτυπήματα στους συναδέλφους μας με καλάσνικοφ, με μολότοφ, ακόμα και με χειροβομβίδες πληθαίνουν.
Σίγουρα κάποιος εύκολα θα έλεγε ότι η ευθύνη θα πρέπει αναζητηθεί στους κατέχοντες τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της Ελληνικής Αστυνομίας, ωστόσο είναι άλλοι οι παράγοντες που οδήγησαν σε όλη αυτήν την μεγενθυμένη αναρχία. Αφενός μεν, οι αστυνομικές δυνάμεις που ασκούν τακτική-γενική αστυνόμευση έχουν αποδυναμωθεί, αφού διακρίνουμε λιγότερη πεζή και εποχούμενη αστυνόμευση σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση, με ταυτόχρονη κατασπατάληση της σε στατικές φύλαξης, μέτρα πάρεργα, ακόμα και συνοδείες «επισήμων» ή αθλητικών ομάδων, αφετέρου δε επιχειρησιακές δυνάμεις, όπως είναι αυτές της Δ.Α.Ε.Α., έχουν υποστελεχωθεί. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε και η διάλυση της «Ομάδας Δ», με σκοπό να ενισχυθούν άλλες ομάδες (Ο.Π.Κ.Ε & ΔΙ.ΑΣ.), πράγμα που πότε δε συνέβη, διότι υπήρξε κύμα φυγής σε επίσημα πρόσωπα και όσοι έμειναν πίσω διατέθηκαν ως στατικές δυνάμεις σε σπίτια επισήμων, σε πολιτικά γραφεία, ακόμα και σε συμβολαιογραφικά γραφεία.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες αποφάσεις, εκείνες που δεν μπορεί η αστυνομία να λάβει, λειτούργησε Νόμος για την αποσυμφόρηση των φυλακών (Ν.4322/2015), ο όποιος απέδωσε ευεργετικές διατάξεις αποφυλάκισης για τους κακουργηματικούς ποινικούς εγκληματίες, ενώ παράλληλα έφερε τον αστυνομικό αντιμέτωπο με αυτούς, τους ποιους είχε αρχικά συλλάβει, να ξαναδιαπράττουν ακόμα πιο ειδεχθή και στυγερά εγκλήματα. Ταυτόχρονα, ένας ακόμη νέος Νόμος για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα (Ν.4485/2017), ενίσχυσε την αρένα των οργανωμένων τραμπούκων και παραβατικών στοιχείων εντός των πανεπιστημιακών χώρων.
Εν τελεί, το ζήτημα της ανασφάλειας του πολίτη είναι περισσότερο ηθικό, λίγο πολιτικό και ακόμα λιγότερο αστυνομικό. Χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση από τη δικαιοσύνη, την τοπική αυτοδιοίκηση και τη νομοθετική εξουσία, για όλα αυτά τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, τα οποία δεν μπορούν να λυθούν μόνο από την Αστυνομία, η όποια χρειάζεται περισσότερο από πότε θεσμική θωράκιση και θεσμική βούληση.

Η Πολιτεία, ας δώσει επιτέλους απάντηση στην ελληνική κοινωνία για τον ρόλο της Ελληνικής Αστυνομίας, διαχωρίζοντας τον ρόλο της από κάθε πολίτικη σκοπιμότητα, που διχάζει και έρχεται σε αντίθεση με τον συνταγματικό της ρόλο, αυτόν τον ακομμάτιστο και τον ανεξάρτητο, με γνώμονα την ελληνική δικαιοσύνη και τον πολίτη.

Του Καραστατήρα Ιωάννη
Αντιπροσώπου Ε.ΑΣ.Υ.Α. στην Π.Ο.ΑΣ.Υ.
“ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”