Το χρονικό της Δίκης του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου|ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ*

Το βράδυ της 6ης Δεκέμβρης του 2008, ένα παιδί πυροβολείται καταμεσής του δρόμου. Είχε δεν είχε βαδίσει 15 χρόνια στα σκαλοπάτια

ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣΕίχε βγει για μια βόλτα στα Εξάρχεια για να γιορτάσουν την ονομαστική γιορτή του επίσης 15χρονου κολλητού του φίλου και συμμαθητή. Το ένα παιδί, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, έχασε τη ζωή του, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένεια του, και το άλλο, ο Νίκος Ρωμανός, απέμεινε με μια “λαβωμένη” ψυχή να βλέπει τον φίλο της καρδιάς να ξεψυχά στα χέρια του. Κι όλα αυτά, που είχαν σαν εύλογη συνέπεια τον ξεσηκωμό τότε όλης της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, για τον… τσαμπουκά ενός αστυνομικού. Ενός ειδικού φρουρού που… πήγε γυρεύοντας για να σκοτώσει.

Προς «εκτόνωση του θυμού» του δράστη της δολοφονίας, Επαμεινώνδα Κορκονέα, ανέφερε χαρακτηριστικά το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου

Προς «εκτόνωση του θυμού» του δράστη της δολοφονίας, Επαμεινώνδα Κορκονέα, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη… Επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι νερό στο περιπολικό στο οποίο επέβαινε μαζί με τον συνοδηγό του, Βασίλη Σαραλιώτη,

Παρά τις αντίθετες εντολές του κέντρου της αστυνομίας, οι δύο ειδικοί φρουροί, γύρισαν πίσω, άφησαν το περιπολικό, κατευθύνθηκαν πεζή κι… αγέρωχοι προς την παρέα των 15χρονων… Κι όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ο Επαμεινώνδας Κορκονέας τράβηξε ὀπλο και πυροβόλησε ευθεία μπροστά. Από τότε πέρασαν έξι χρόνια.

Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας εκτίει στις φυλακές την πρωτόδικη ποινή του περιμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσης, που έχει προσδιοριστεί για τον ερχόμενο Μάρτιο, στο δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, το οποίο θα γίνει στο ΜΟΕ Λαμίας.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που διεξήχθη στο ΜΟΔ Άμφισσας, μετά από 84 βασανιστικές συνεδριάσεις έκρινε τον Επαμεινώνδα Κορκονέα ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, κατά αυστηρότερη μετατροπή του κατηγορητηρίου το οποίο του απέδιδε ενδεχόμενο δόλο, χωρίς μάλιστα να του αναγνωρισθεί ούτε ένα ελαφρυντικό.

Συγκατηγορούμενος του, ο ειδικός φρουρός με τον οποίο είχαν μαζί υπηρεσία, το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, Βασίλης Σαραλιώτης, ο οποίος αντιμετωπίζει πρωτόδικη ποινή κάθειρξης 10 ετών για συνέργεια στη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Ο Βασίλης Σαραλιώτης αφέθηκε ελεύθερος, περίπου ένα χρόνο μετά την καταδίκη του, με τον περιοριστικό όρο, της μη απομάκρυνσης του από τον τόπο καταγωγής του, το νομό Δράμας.

Ο συμψηφισμός του Κορκονέα

«Θέλω να πω, λυπάμαι για ό,τι έγινε… Βρεθήκαμε όλοι σε δύσκολες στιγμές, η οικογένειά μου, σίγουρα και η οικογένεια του παιδιού», είπε στην αρχή ξεσπώντας σε λυγμούς.

Αλγεινή εντύπωση είχε προκαλέσει στο ακροατήριο η απολογία του Επαμεινώνδα Κορκονέα.

Χωρίς να αποφύγει στη συνέχεια και την περιβόητη φράση συμψηφισμού της δικής του κατάστασης με την απώλεια μιας ζωής, την οποία είχε εκστομίσει και κατά την έναρξη της δίκης.

«Τα θύματα είμαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είμαι εδώ που είμαι. Μακάρι να βρισκόμουν εγώ στη θέση του. Πεθαίνω κάθε ώρα, κάθε λεπτό… Συμμερίζομαι τον πόνο της οικογένειας», είπε.

Στη συνέχεια, έπειτα από παρότρυνση της προέδρου, άρχισε να μιλά για το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008. Ήταν όμως τόσο σύντομος και ασαφής, με αποτέλεσμα να δεχθεί βροχή ερωτήσεων από την πρόεδρο για κάθε σημαντική λεπτομέρεια αλλά κυρίως για σημεία των ισχυρισμών του που έρχονται σε αντίφαση με μάρτυρες αλλά ακόμη και με τις επίσημες καταγραφές της επικοινωνίας του με το Κέντρο. Και ως προς τα λεπτά της ώρας που διήρκεσε το περιστατικό, όμως, ο κατηγορούμενος ήρθε σε «κόντρα» με τους καταγεγραμμένους χρόνους, όπως προκύπτουν από την επικοινωνία του περιπολικού το οποίο οδηγούσε με το Κέντρο Άμεσης Δράσης.

«Δεν θυμάμαι τι ακριβώς κινήσεις έκανα πάνω στην ταραχή μου, δεν συγκράτησα χαρακτηριστικά, δεν θυμάμαι αν διαβίβασα στο Κέντρο κάτι άλλο, δεν θυμάμαι αν είχαμε φορητό ασύρματο, δεν θυμάμαι ποιος είχε χρεωθεί τη χειροβομβίδα κρότου- λάμψης» είναι χαρακτηριστικά μερικές από τις απαντήσεις του.

«Τη στιγμή που πηγαίναμε εκεί αισθανόμουν ότι πήγαινα να κάνω το καθήκον μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα εγκλωβισμένος, έβγαλα το πιστόλι μου και πυροβόλησα»

Για το κρισιμότερο όλων στάδιο, δηλαδή την ώρα των πυροβολισμών, είπε χαρακτηριστικά: «Τη στιγμή που πηγαίναμε εκεί αισθανόμουν ότι πήγαινα να κάνω το καθήκον μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα εγκλωβισμένος, έβγαλα το πιστόλι μου και πυροβόλησα. Δύο φορές απ’ ό,τι θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν πυροβόλησα τρίτη φορά. Μετά κατάλαβα ότι έκανα χρήση του όπλου και συγκλονίστηκα». Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι ενημερώθηκε για το τραγικό αποτέλεσμα της… παρορμητικής του κίνησης, όπως τη χαρακτήρισε, πολλή ώρα αργότερα και αφού είχαν ήδη με τον Σαραλιώτη οδηγηθεί στη ΓΑΔΑ.

Εύλογα λοιπόν και η πρόεδρος της έδρας, Αντζελίτα Παπαβασιλείου, τον ρώτησε:

«Γιατί ήσασταν συγκλονισμένος; Σας φόβισε συναισθηματικά η χρήση του όπλου; Ή δεν είχατε ακόμη συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, γι’ αυτό και δεν ενημερώσατε το Κέντρο;».

Κορκονέας: «Μέσα στην πόλη όπου κι αν πυροβολήσεις ενδέχεται να χτυπήσεις κάποιον!» απάντησε, ορίζοντας έτσι ο ίδιος την εγκληματική διάσταση της πράξης του.

Πρόεδρος: «Αφού εσείς δεν ξέρατε το δυσάρεστο αποτέλεσμα».

Κορκονέας: «Το γεγονός ότι βγαίνει το όπλο από τη θήκη είναι ακραία λύση. Και για μένα ήταν πρωτόγνωρο, γιατί δεν ήμουν εξοικειωμένος με τη βία».

Ο Εισαγγελέας

Εισήγηση για τη μετατροπή της κατηγορίας στην αυστηρότερη μορφή της είχε κάνει ο εισαγγελέας της έδρας, Χαράλαμπος Λακαφώσης.

Ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «αναληθείς» τους βασικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των δύο κατηγορούμενων

Για τα πραγματικά περιστατικά που σημειώθηκαν εκείνο το βράδυ στα Εξάρχεια, ο εισαγγελικός λειτουργός – που είχε καθηλώσει το ακροατήριο με την εισήγηση του – είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δύο κατηγορούμενοι «σκόπιμα ψευδόμενοι» «αναβάθμισαν την ένταση της επίθεσης που δέχθηκαν με το περιπολικό», προκειμένου να αναπτύξουν την υπερασπιστική τους θέση. Ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «αναληθείς» τους βασικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των δύο κατηγορούμενων ενώ αναφερόμενος ειδικά στον Επαμεινώνδα Κορκονέα είχε τονίσει ότι «η πολιτεία ανέμενε από τον κατηγορούμενο να ασκεί τα καθήκοντά του με σεβασμό τα δικαιώματα και στην διαφορετικότητα των πολιτών».

Χαρακτήρισε μάλιστα την απόφασή τους αυτή, ως εξομοίωση της συμπεριφοράς τους με αυτήν των ατόμων, που τους επιτέθηκαν. Τόνισε μάλιστα ότι και οι δύο κατηγορούμενοι έχουν ταυτόσημη λεκτική αποτύπωση της επίμαχης επίθεσης στις απολογίες τους. Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε «ασύμμετρη και επιχειρησιακά επικίνδυνη» την απόφαση, που όπως τόνισε, έλαβαν από κοινού οι Κορκονέας και Σαραλιώτης να επιστρέψουν πεζή στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα επιδεικνύοντας «παρορμητική αντίδραση».

Χωρίς καμία αμφιβολία

Η εξονυχιστική ακροαματική διαδικασία, σε μια δίκη που χαρακτηρίστηκε ιστορική, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολιών για την ενοχή και των δύο κατηγορουμένων. Όπως αποδεικνύεται και από το σκεπτικό των δικαστών η καταδικαστική ετυμηγορία ήταν μονόδρομος. Η συμπεριφορά του Επαμεινώνδα Κορκονέα χαρακτηρίζεται «εριστική, ανάρμοστη και προκλητική».

«Χρησιμοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυμού του και στείρα ικανοποίηση της κακώς εννοούμενης υπερηφάνειας του, αν όχι κατά την αυθαίρετη εκτίμηση του ιδίου ανδρικού φιλότιμου», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πολυσέλιδο σκεπτικό στο οποίο τονίζεται ότι μια από τις αιτίες που όπλισαν το χέρι του ήταν η «ακατάσχετη επιθυμία του να προκαλέσει με κάθε τρόπο άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του οπλισμού του».

Το νομικό και ηθικό βάρος αυτής της πρωτόδικης απόφασης, σήκωσαν ένας τακτικός δικαστής, ο Γιώργος Βώττης, και τρεις γυναίκες ένορκοι. Η πρόεδρος του Δικαστηρίου, Αντζελίτα Παπαβασιλείου, ένας τακτικός δικαστής κι ένας ένορκος, διαφώνησαν με την πλειοψηφία, καθώς είχαν τη γνώμη ότι ο Επαμεινώνδας Κορκονέας έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δηλαδή για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο.

Και οι τέσσερις ένορκοι αλλά και ένας τακτικός δικαστής ομοφώνησαν στο ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.

Και οι τέσσερις ένορκοι αλλά και ένας τακτικός δικαστής ομοφώνησαν στο ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, σε αντίθεση πάλι με την πρόεδρο και έναν εκ των τακτικών δικαστών που ψήφισαν υπέρ της χορήγησης του ελαφρυντικού.

Η ανυποχώρητη όμως στάση της πλειοψηφίας των πέντε δικαστών έκρινε τελικά την έκβαση της δίκης, καθώς πλέον η επιβολή της ισόβιας κάθειρξης στον Κορκονέα ήταν μονόδρομος.

Ως προς τα υπόλοιπα ελαφρυντικά που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του Κορκονέα, το Δικαστήριο τα απέρριψε ομόφωνα. Ομόφωνα απορρίφθηκαν και αιτήματα όπως η αναγνώριση στο δράστη του βρασμού ψυχικής ορμής κατά την τέλεση του εγκλήματος.

Η υπεράσπιση Σαραλιώτη ζήτησε να του αναγωριστούν τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, επικαλούμενη ακόμη και το γεγονός ότι είχε δώσει αίμα σε ένα πεντάχρονο παιδί.

Ο εισαγγελέας της έδρας, Χαράλαμπος Λακαφώσης, εισηγήθηκε την απόρριψη λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν προέκυψε επωφελής για την κοινωνία, δράση, συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Τελικά ο Βασίλης Σαραλιώτης δεν έτυχε ελαφρυντικών, για τον πρότερο όμως έντιμο βίο για άλλη μια φορά η πρόεδρος, ο ένας δικαστής και ο ένας ένορκος (οι ίδιοι όπως και στην απόφαση επί της ενοχής Κορκονέα) είχαν τη γνώμη ότι έπρεπε να του αναγνωριστεί.

Η υπεράσπισή του είχε ζητήσει ακόμα να έχει η έφεση του ανασταλτικό χαρακτήρα, και μετά την αρνητική εισήγηση του εισαγγελέα, το αίτημα απορρίφθηκε. Ένας μόνο ένορκος είχε τη γνώμη ότι ο Βασίλης Σαραλιώτης δεν έπρεπε να οδηγηθεί στη φυλακή.

______

*της Κατερίνας Κατή