“Προσεγγίσεις του «εγκληματικού» έρωτα”

Ο τροβαδούρος της λαϊκής ψυχής Στέλιος Καζαντζίδης συνέδεσε με απλό τρόπο την αγάπη με το έγκλημα. «Εγκληματική» αγάπη ή έγκλημα από/με αγάπη.

«Αν είναι η αγάπη
έγκλημα
έχω εγκληματίσει…»

Βέβαια ο έρωτας δεν ταυτίζεται με την αγάπη, διότι εμπεριέχει στοιχεία «θυέλλης» (ψυχής τε και σώματος) αλλά σε κάθε περίπτωση η σχέση Έρωτα – Εγκλήματος διέπεται (και ελέγχεται;) από διάφορες παραμέτρους: βιολογικές, ψυχολογικές, πολιτισμικές, κοινωνικές. Αφού όμως το έγκλημα πάθους στρέφεται κατά του ερωτικού συντρόφου, αναρωτιέμαι ποιες πτυχές μετράνε περισσότερο: οι επιστημονικές προσεγγίσεις ή οι υπαρξιακές αγωνίες;

Του Ομ. Καθηγητή Γιάννη Πανούση*

Οι διαπροσωπικές – ψυχολογικές θεωρίες που αποδίδουν την άσκηση βίας στην ψυχοπαθολογία του δράστη ή, πολλές φορές, και του θύματος;
Οι κοινωνιοψυχολογικές θεωρίες που ασχολούνται με τη δυαδική σχέση «αποστέρηση – επιθετικότητα»;
Οι κοινωνιοπολιτισμικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες αναπτύσσεται (κυρίως στα κατώτερα στρώματα) μια μορφή κουλτούρας της βίας;

Όλες αυτές οι εμπειρικές ή περιγραφικές έρευνες δύσκολα μπορούν να ανακαλύψουν τις ρίζες του φαινομένου και να το ερμηνεύσουν σε βάθος. Επιβάλλεται συνεπώς να επιχειρήσουμε να ρίξουμε το βάρος στον τρίτο παράγοντα: την αλληλεπίδραση μεταξύ του ερωτικού ζεύγους, αναζητώντας σχέσεις και δυναμική. Μόνον η μικροανάλυση του ζευγαριού μπορεί να μας διαφωτίσει για την αλληλεπίδραση και τους ρόλους των πρωταγωνιστών. Κι αυτό γιατί η ερωτική βία έχει ένα συγκινησιακό υπόβαθρο και τα δι-αντιδρώντα άτομα βρίσκονται σε μια κατάσταση της οποίας ορισμένα στοιχεία είναι ελεγχόμενα κι άλλα μη-ελεγχόμενα.

1) Η ερωτική βία συνιστά ένα μέσον επιβολής και ελέγχου, το οποίο όμως καθίσταται κατά την πορεία συγκινησιακά ανεξέλεγκτο, γι’ αυτό και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν μπορούν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να εξηγήσουν πώς φτάσανε εκεί.

Ένας από τους δύο ερωτευμένους αγαπά πιο πολύ. Αυτός είναι ο πάσχων. Ο άλλος είναι ο πλήττων.

2) Η γενετήσια αυτοδιάθεση, η καταστροφική αγάπη ή το ψυχωτικό πάθος, η εμπορευματοποίηση του έρωτα, ο ναρκισσισμός, ιδιότυπες μορφές συνειδητής αυτοδιακινδύνευσης (περίπτωση AIDS) δίνουν το δικό τους εγκληματολογικό χρώμα στο ερωτικό παιχνίδι. Οι «σχέσεις των δύο φύλων» στο χώρο της εγκληματογένεσης χαρακτηρίζονται συχνά από τη διάχυση ενός ερωτικού στοιχείου που συντίθεται από ηθικές αξιολογήσεις, προσωπικές βιώσεις επικίνδυνων καταστάσεων, από ταμπού, νευρώσεις, φαντασιώσεις, ψυχώσεις κλπ.

Ο ναρκισσισμός π.χ. ως αγάπη που απευθύνεται στην εικόνα του ίδιου του εαυτού του ενεργούντος προσώπου, ενδιαφέρει την Εγκληματολογία. Το παγιδευμένο – στο στάδιο του καθρέφτη – υποκείμενο, η ναρκισσιστική ταύτιση μ’ ένα πρόσωπο, με μια τάξη του «φαντασιακού», έχει συχνά εγκληματογόνο επίδραση.

Το στάδιο του καθρέφτη δημιουργεί ένα φαντασιακό κόσμο, όπου η εικόνα (δική του και του άλλου) και η αυτοκαταστροφή συναντιώνται. Το αντικείμενο καθίσταται εγκληματογόνο και το ναρκισσιστικό πάθος οπλίζει το χέρι. Το πέρασμα στην πράξη υποκαθιστά τη ναρκισσιστική εικόνα, έστω κι αν ο δράστης δεν μπορεί μετά να αναγνωρίσει την υπογραφή του (Ήμουν εγώ;). Όλα οδηγούν στο υποκείμενο. Ένα υποκείμενο που επιχειρεί να επανασχηματίσει τις δύο εικόνες στον καθρέφτη, έστω κι αν χρειαστεί να σπάσει αμέσως μετά τον καθρέφτη αυτό.

Μαρκήσιος Ντε Σαντ
Ο Δήμιος και το Θύμα του.

Μόνο τα δυνατά πάθη είναι ικανά να γαλουχήσουν μεγάλους άντρες. Από τη στιγμή που παύουμε να είμαστε παθιασμένοι αποβλακωνόμαστε.
3) Χωρίς βέβαια να φτάνουμε στην ακραία περίπτωση τα θύματα να «χρησιμοποιούνται» για να φωτίζεται η ψυχολογία των δραστών, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ερωτικό έγκλημα συχνά είναι μια «απάντηση» σε μια «ερώτηση» της όποιας αγνοούμε τα στοιχεία. Ο εγκληματίας δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του (ως φωνή) αλλά και το αντίγραφό του (ως ηχώ). Το ερωτικό έγκλημα συνιστά το συνδετικό κρίκο, ένα ψευδαισθησιακό πέρασμα από το συμβολικό στο πραγματικό. Το ερωτικό έγκλημα είναι, λοιπόν, ένα ομοίωμα; Μέσα σ’ ένα μυστικιστικό ντελίριο ψευδαισθήσεων είναι δύσκολο να διακρίνεις το «ποιος» χτυπιέται πέραν του θύματος. Το «ιδανικό του εγώ» και το «ιδανικό Εγώ» συγκροτούν μία συνείδηση ενοχής και ανάγκη αυτο-ετερο-τιμωρίας [ως κληρονόμοι του αρχικού (πρωτογενούς) ναρκισσισμού].

Η διάκριση του Lacan είναι χαρακτηριστική:
– Εγκλήματα του ΕΓΩ, τα ωφελιμιστικά.
– Εγκλήματα του ΕΣΥ, τα παρορμητικά όπου το στοιχείο της συμβολικής επιθετικότητας είναι έντονο.
– Εγκλήματα του ΥΠΕΡ-ΕΓΩ, όπου η πράξη έχει μια τιμωρητική λειτουργία.

Ο έρωτας είναι τρέλα της ψυχής
4) Οι αριθμοί και τα media που σχετίζονται με τις ανθρωποκτονίες δεν μας λένε τίποτα ποιοτικό για το δράστη, το θύμα, τις σχέσεις, τις διαντιδράσεις, την κρίσιμη κατάσταση, τη βίωση του φόνου ως βίαιου εγκλήματος. Ανθρωποκτόνοι παράφρονες, νευρωτικοί, φυσιολογικοί, ευκαιριακοί, εξ επαγγέλματος ή εξ αντιδράσεως παρελαύνουν στις διάφορες κατηγοριοποιήσεις. Μία από τις κρατούσες τυπολογίες διακρίνει 11 τύπους ανθρωποκτόνου: φυσιολογικός, αντικοινωνικός, αλκοολικός, εκδικητικός, σχιζοφρενής, πρόσκαιρα ψυχωτικός, παθιασμένος, ομοφυλόφιλος, παθητικο-επιθετικός, σαδιστής, γυναικοκτόνος.

Επαγγελματίες, επιθετικοί, σεξουαλικοί, παροξυσμικοί, συναισθηματικοί, πρωτόγονοι, κοινωνικοί, από κλίση ή αδυναμία αντίστασης: ιδού ορισμένες «ετικέτες» για ανθρωποκτόνους. Απόλαυση, ώθηση προκατάληψη, επιρροή δειλία, ανισορροπία: ιδού το διακρίνον γνώρισμα των ανθρωποκτονιών. Είναι συνεπώς προφανές ότι μπορεί κανείς να διαπράξει ανθρωποκτονία για διάφορους λόγους. Στο όνομα του Κράτους, μιας πίστης, ενός συμφέροντος, μιας αγάπης. Μπορεί να διακατέχεται από ευγενή ή χαμηλά κίνητρα. Μπορεί να είναι αυθόρμητος, ζηλότυπος, να επιζητεί την εξάλειψη του «άλλου».

Σε κάθε πάντως περίπτωση η ανθρωποκτονία κινητοποιεί όχι μόνον τους διωκτικούς ή δικαστικούς μηχανισμούς, όχι μόνον τους ειδικούς εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, αλλά κυρίως τις φαντασιώσεις μας. Μέσα σε κάθε φόνο κρύβονται πολλοί μικρότεροι θάνατοι (σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο). Το θανάσιμο πάθος και η συμβολική βία συνυπάρχουν. Τα εγκλήματα πάθους (πληγωμένο φιλότιμο, εγωισμός, ματαιοδοξία, παθολογική έμμονη ιδέα, αίσθημα αδικίας και απόρριψης) πολλές φορές έχουν και ωφελιμιστική πτυχή. Διαπιστώνουμε π.χ. εγκλήματα:
• Ηδονιστικά, (η γοητεία της εκδίκησης)
• Κυριαρχικά, (ο έλεγχος επί της ζωής του άλλου)
• Μεγαλομανίας, (αίσθηση ανωτερότητας) ή και
• Οικονομικά, (εκμετάλλευση αφελών).

Κι όλα αυτά χωρίς συμπόνια, σαν παιχνίδι εξαφάνισης του αντιπάλου/αντίζηλου. Από την άλλη υπάρχουν και τα εγκληματικά ζεύγη στα οποία συμμετέχουν και οι δύο πρωταγωνιστές ως αυτουργοί (φυσικοί και ηθικοί). Ο ένας συνήθως έχει ενεργητική επικινδυνότητα (δράστης) και ο άλλος παθητική επικινδυνότητα (συνεργός). Σε κάθε περίπτωση ο ένας επικυριαρχεί του άλλου χωρίς αναγκαστικά να υπάρχει σταθερή και μόνιμη σχέση αφέντη – σκλάβου.

5) Το ερωτικό έγκλημα μπορεί να έχει υβριδικό χαρακτήρα.
Π.χ. Η γυναίκα μου δεν μου είναι τίποτα.
Η γυναίκα μου είναι το παν για μένα.
Το ΥπερΕγώ τιμωρεί και τιμωρείται μέσω του περάσματος στην πράξη, η οποία συχνά τον επαναφέρει στον πραγματικό κόσμο απαλλάσσοντάς τον από άγχη ή ενοχές (φαντασιακές ελλείψεις και φαντάσματα ανασφάλειας). Μολονότι το έγκλημα δεν συνιστά μια αμιγώς ψυχαναλυτική σύλληψη αφού ο Ποινικός Κώδικας μας παρέχει τα στοιχεία που το συγκροτούν, η βαθύτερη βίωση από τον δράστη των εξωτερικών ερεθισμάτων, οι ψυχικοί δρόμοι της εγκληματογένεσης, τα προσωπικά κίνητρα παίζουν συχνά κρίσιμο ρόλο. Ο δράστης ερωτικού εγκλήματος βιώνει με διαφορετικό τρόπο την ενοχή του, αφού πιστεύει ότι «αυτό του/της άξιζε».

Η πίεση για πέρασμα στην πράξη είναι ακατανίκητη στον εγκληματία πάθους. Πρόκειται στην ουσία για εγκλήματα καταστροφής του άλλου είτε ο δράστης είναι τυφλωμένος από ζήλεια είτε διακατέχεται από ερωτικό αμόκ. Πολλές φορές πάντως η Ηδονή δεν είναι παρά μόνο το Μέσον• ο πραγματικός σκοπός είναι η Εξουσία ή η Πλήρης Κατοχή (επί) του Άλλου. Αίσθηση κατοχής/ιδιοκτησίας του άλλου, φόβος προσβολής του Εγώ, αίσθημα αδικίας, έντονος θυμός, αυξομειούμενη αυτοεκτίμηση, εμμονική/παρορμητική νεύρωση, υποκειμενική πρόσληψη της προεγκληματικής κατάστασης. Δεν συναντάμε πάντοτε σύνδρομο προβληματικής συμπεριφοράς(problem behavior syndrome) συχνά όμως διαπιστώνουμε περιπτώσειςπολιτισμικής εκμάθησης ρόλων και βίας που κρύβονται πίσω από ψυχο-ηθικές ερμηνείες.

Το πέρασμα στην πράξη στα ερωτικά εγκλήματα πάθους γίνεται, όταν ο δράστης αισθανθεί πλήρως «σκλαβωμένος», όμηρος της δίκαιης πράξης του. Ο άλλος ενσαρκώνει το μύθο της απιστίας, της κακής συμπεριφοράς, της αναξιότητας. Γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθεί. Το πραγματικό ερωτικό έγκλημα είναι παρορμητικό και ορμητικό, εγωκεντρικό, εκτονωτικό, απελευθερωτικό και συχνά ψευδοαπονεμητικό προσωπικής «δικαιοσύνης» (τιμωρητικό). Η συναισθηματική αστάθεια ή ανασφάλεια εκρήγνυται ως επιθετική «αυτο-άμυνα» και «αυτο-επιβεβαίωση» με ταυτόχρονη εκμηδένιση/εξαφάνιση του άλλου/άλλης (χωρίς να λείπουν συμπτώματα κυκλοθυμικά).

Στον έρωτα, όπως και στον πόλεμο, δεν χωράει ευσπλαχνία.

6) Η αγάπη είναι επιθυμία και στέρηση/απώλεια/απουσία. Επιθυμούμε αυτό που δεν έχουμε ή αγαπάμε αυτό που μας λείπει (chagrin d’ amour).

Από την άλλη η επικοινωνιακή έκφραση των συναισθημάτων (άνδρα – γυναίκα) δεν ακολουθούν την ίδια παράδοση, αντίληψη, κουλτούρα. Για πολλούς η ομολογία αγάπης βιώνεται ως πράξη υποταγής, για άλλους ως αδυναμία. Όλα αυτά, όμως, τα συναισθήματα κινούνται μέσα σ’ ένα πλαίσιο (ζωής, βίωσης και πραγματικότητας). Οι ενεργοί λοιπόν παράγοντες σ’ αυτή τη διαδικασία είναι δύο: αιτίες και συνθήκες. Σε μια μελέτη των αιτιών του εγκλήματος ως σύνολο, καθώς και σε μια ανάλυση των αιτιών ενός συγκεκριμένου εγκλήματος, ένας και ο αυτός όρος μπορεί να εξεταστεί ως αίτιο ή να θεωρηθεί, απλώς συνθήκη.

Άλλες συνθήκες που παίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση του φαινομένου δεν συνδέονται πάντοτε κατ’ ευθείαν με την τυχαία σύνδεση αλλά παραμένουν απλές συνθήκες. Για παράδειγμα η άστατη ζωή ενός διαζευγμένου οδηγεί σε βία. Ως αποτέλεσμα αυτού (και με άλλες αιτίες επίσης) διαπράττονται εγκλήματα αν και η υπό εξέταση κατάσταση (η άστατη ζωή ενός διαζευγμένου) δεν είναι αιτία αυτών των εγκλημάτων, αλλά απλά μόνο κάποια συνθήκη.

Σ’ αυτές τις έννοιες πρέπει να προσθέσουμε και την κρίσιμη κατάσταση και τις συγκυριακές περιστάσεις. «Έτσι η Εγκληματολογία, συζητώντας τις αιτίες του εγκλήματος σε σχέση με το άτομο, αναφέρεται σε εξωτερικές περιστάσεις, από το γεγονός ότι ένα έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί εξαιτίας ενός μη ευνοϊκού συνδυασμού περιστάσεων και από το ότι η διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος πολλές φορές προωθείται από τυχαίες περιστάσεις». Ένα πρόσωπο μπορεί να αντεπεξέλθει στις περιστάσεις και κανένα έγκλημα να μη διαπραχθεί, ή μπορεί να «βγει» από τις περιστάσεις εγκληματώντας. Η πορεία των πραγμάτων δεν είναι ντετερμινιστική. Το πρόσωπο/ή τα πρόσωπα του δράματος παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση μιας σύγκρουσης.
Εκεί βρίσκεται ο ειδικός κωδικός της εγκληματογένεσης, στη βίωση και στην ενοχή, στο ειδικό κίνητρο και στη διαπροσωπική κλιμάκωση.

Ο έρωτας μοιάζει με τον άνεμο. Δεν γνωρίζουμε από πού θα έρθει (Γεωργία Σάνδη).

7) «Τα εγκλήματα αίματος» είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθούν άρα και να προληφθούν. Ο άνθρωπος είναι φορέας μιας μάζας επιθετικότητας στρεφόμενης προς τον «άλλον», η οποία παίρνει τόσο μεγαλύτερες διαστάσεις όσο η ζωή και ο θάνατος αποκτούν μικρότερη αξία και ψυχική σημασία. Η «διαδικασία ωρίμανσης» ή ενεργοποίησης κινείται στο χώρο του δυσδιάκριτου ή και αόρατου.

Η ανθρωποκτονία εμπεριέχει τη μαγική επιβεβαίωση μιας επιθυμίας να κατέχεις τον άλλον, να τον υποδουλώσεις. Η θανάτωση «του άλλου» κραταιώνει το απόλυτο πάθος. Μέσα από το θάνατο των άλλων πολλοί αποδέχονται και το δικό τους θάνατο. Η λειτουργική αυτή σημασία του φόνου δεν κατηγοριοποιείται. Η σύγκρουση δαιμονικού και αγγελικού στοιχείου, η βίωση της μοίρας, η αναζήτηση των ορίων της ελευθερίας, η διάσπαση της ψυχής που προκαλεί το έγκλημα, το παιχνίδι με τη φύση και την ουσία του ανθρώπου, καθιστούν την ανθρωποκτονία «πράξη υπέρβασης».

Ο δολοφόνος εξιχνιάζει τα έσχατα όριά του, θεωρεί μέρος της ελάσσονος ελευθερίας την επιλογή «του κακού» και τον πόνο ως εξιλέωση «του κακού». Στο ντοστογιεφσκικό ερώτημα «όλα επιτρέπονται;» η απάντηση του δολοφόνου είναι «ΝΑΙ». Το «κακό» είναι κι αυτό παιδί της ελευθερίας, το έγκλημα είναι πολλές φορές αναπόφευκτο, ως πεπρωμένο ψυχικών διαδρομών.

Ο έρωτας είναι δυνατός όπως ο θάνατος.(Ευριπίδης)
8)

Αν ο έρωτας χαρακτηρίζεται από το μετασχηματισμό της συνείδησης που ο ερωτευμένος έχει για τον κόσμο, αν ο ναρκισσισμός είναι η αναζήτηση του ιδανικού Εγώ στην ταύτιση με μια φαντασιακή εικόνα, τότε ίσως το ερωτικό έγκλημα να είναι ένα κοίταγμα στον καθρέφτη εν γνώσει των παραμορφωτικών στοιχείων υποκειμένου, αντικειμένου, μέσου και σκοπού.

Ο έρωτας είναι σαν τα φαντάσματα που όλοι κουβεντιάζουν γι’ αυτά όμως κανείς ποτέ δεν τα είδε. (Λαροσφουκώ)

Περνά η Ελένη, και πέρα μακρυά διαβαίνουν οι καταιγίδες. Η λάβα των ηφαιστείων. Οι ήρωες και οι πιστοί της εξορύσσουν τα ψήγματα της ανθρώπινης μοίρας. (Λιαντίνης, Γκέμμα)

________________

** ΤΕΥΧΟΣ# 3ΙΟΥΛΙΟΣ 2017, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
*Ο Γιάννης Πανούσης είναι επιστημονικός σύμβουλος έκδοσης του Crime Times, καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε του Πανεπιστημίου Αθηνών.

____________

* ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bourillon, Jacky, Les criminels sexuels, L’Harmattan, Paris 1999.

Brenot, Philippe, Les hommes, le sexe et l’amour, Les arènes, Paris 2011.

De Greeff, Etienne, Έρωτας και εγκλήματα από έρωτα, εισ/μτφ. Ηρώ Σαγκονίδη – Δασκαλάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 1989.

Κουράκης Νέστωρ, Περί βίας, Αθήνα 1989.

La criminalité des femmes (συλλογικό), Erès, Toulouse 1989.

Πανούσης Γ., Το μήνυμα στην Εγκληματολογία, Α. Σάκκουλα, Αθήνα 1995.

Πανούσης Γ., Περί εγκληματ(ι)ών λόγος και αντίλογος, Α. Σάκκουλα, Αθήνα 2004.

Παπαϊωάννου Π., Εγκλήματα ζηλοτυπίας, Νομική Βιβλιοθήκη 2001.

Roux, Jean-Paul Το αίμα, μτφ. Α. Καλαμπατσέα, Νέα Σύνορα 1998