“Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός”, του Γιώργου Πράτανου

«Πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε. Ανύπαρκτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά.» – Νίκος Καζαντζάκης
26 Οκτωβρίου 1957.

Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός του Γιώργου Πράτανου, από τις εκδόσεις Διόπτρα, είναι ένα γοητευτικό μυθιστόρημα για τις αναμνήσεις μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια, μια καταβύθιση στις σκέψεις ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, αλλά κυρίως η διαδρομή ενός ανθρώπου που ήταν λεύτερος γιατί δεν φοβόταν να πεθάνει.

Η Ελένη Καζαντζάκη έχει να επιτελέσει ένα θλιβερό καθήκον: Να θάψει τον άντρα της, που πέθανε στη Γερμανία, μακριά απ’ την πατρίδα του. Μαζί με την πνευματική παρακαταθήκη του Νίκου Καζαντζάκη, όμως, κληρονομεί και τους δύο πανίσχυρους εχθρούς του συζύγου της, το επίσημο Ελληνικό Κράτος και την Εκκλησία.

Τις επόμενες δέκα ημέρες θα αντιμετωπίσει προκλήσεις, προδοσίες και προσβολές και για μόνη διαφυγή θα έχει τις αναμνήσεις από τη συναρπαστική ζωή με τον μεγάλο στοχαστή. Η αρχική αποστροφή της προς τον Καζαντζάκη…Το αναπάντεχο φλερτ του… Ο αντισυμβατικός τρόπος με τον οποίο την προσκάλεσε να μείνουν στη Μόσχα…Ο διωγμός τους από το κατεστημένο και τα χαμένα Νόμπελ για τα οποία τόσο αγωνίστηκαν… 

Την ίδια ώρα, σε μια Αθήνα που μόλις ξεπερνάει το σοκ των πολέμων, ο νεαρός Φρέντυ Γερμανός αναλαμβάνει το πρώτο μεγάλο ρεπορτάζ της καριέρας του: Να καλύψει δημοσιογραφικά την επικείμενη κηδεία, τις προθέσεις του απλού λαού, αλλά και τις απίστευτες μηχανορραφίες που στήνονται προκειμένου ο Καζαντζάκης να μη λάβει την τελευταία τιμή που του πρέπει στην Ελλάδα.
Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός από τις εκδόσεις Διόπτρα είναι ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα στο οποίο ο συγγραφέας Γιώργος Πράτανος, μέσα από το βλέμμα της Ελένης Καζαντζάκη, «ξεθάβει» τα μυστικά της θρυλικής, πλέον, ημέρας της κηδείας του Νίκου Καζαντζάκη και ορίζει τα συναισθήματα της απώλειας ενός σπουδαίου. Η εκδοτική έκπληξη της χρονιάς.

Είπαν για το βιβλίο:

«Μια τελεστική λιτανεία, μια μαρτυρία για τον μεγάλο ομολογητή της ανθρώπινης περιπέτειας, Νίκο Καζαντζάκη. Η έρευνα του δημοσιογράφου συναντά την έμπνευση του λογοτέχνη και οδηγεί τον αναγνώστη σε μια πλούσια εσωτερική εμπειρία.» Σωτήρης Χατζάκης, Ηθοποιός – Σκηνοθέτης

«Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ τι θα τραβούσε το βασανισμένο σώμα του, μετά τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Ο Γιώργος Πράτανος, με δημοσιογραφική διαύγεια και τρυφερό σεβασμό, «ξεθάβει» τα μυστικά της θρυλικής, πλέον, ημέρας της κηδείας του Νίκου Καζαντζάκη και φωτίζει στιγμές της ελληνικής Ιστορίας.» Νίκη Σταύρου, Πνευματική δικαιούχος του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και Διευθύντρια των Εκδόσεων Καζαντζάκη

«Δημοσιογραφική έρευνα, σεβασμός και θαυμασμός, φαντασία, αναπάντεχη τρυφερότητα, γλυκό χιούμορ, σε μια λογοτεχνική βιογραφία όπου ένας άνδρας μέσα από βλέμμα γυναικείο ορίζει τα συναισθήματα της απώλειας ενός σπουδαίου. Η εκδοτική έκπληξη της χρονιάς.» Αλεξάνδρα Τσόλκα, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας

Απόσπασμα από το βιβλίο.. (Μέσα από τα μάτια της Ελένης…)

Τι έγινε; Τον βρήκατε τελικά τον Θεό σας;» ρώτησε η Ελένη τον σύζυγό της με περιπαικτική διάθεση και την επιθυμία να ξεκινήσει μια κουβέντα που θα τον βοηθούσε να ξεχάσει για λίγο τον πόνο του και εκείνη να δοκιμάσει τη διαύγειά του.

«Όχι».

«Και δεν θα τον βρείτε;» επέμεινε, σαν να μην την αποθάρρυνε το ξερό «όχι» που εισέπραξε· σαν εκείνος να είχε άφθονο χρόνο μπροστά του.

«Θα τον βρουν άλλοι», της απάντησε κατάκοπος. Και σώπασε. Μαζί του σώπασε και η Ελένη, που ευχόταν αυτή η σιωπή να είναι παροδική. Η ευχή της πραγματοποιήθηκε, αλλά όχι με τον τρόπο που επιθυμούσε.

«Νερό!» φώναξε ξαφνικά ο σύζυγός της. «Νερό!»

 Του έδωσε αμέσως. Έπειτα του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, σαν να φοβόταν μην τον πονέσει. Η σιωπή έφερε την ακινησία. Και η νεκρική σιγή που κυριάρχησε στο κατάλευκο δωμάτιο κατέρρευσε στο ξέσπασμά της:

«Δώσ’ μου την ευχή σου, καλέ μου. Κάνε να ακολουθήσω τον δρόμο που χάραξες», είπε πνιχτά, ανάμεσα σε λυγμούς.

Έπειτα, αργά και προσεκτικά, σχεδόν τελετουργικά, έκλεισε με το αριστερό χέρι της τα μάτια του και με το δεξί τα δικά της, μόνο που τα δάκρυα ήταν ασυγκράτητα.

Η Ελένη καθόταν σε μια λιτή ξύλινη καρέκλα δίπλα στο λευκό μεταλλικό κρεβάτι, εκεί όπου τα λευκά σεντόνια σκέπαζαν το άψυχο σώμα του αγαπημένου της συζύγου. Δεν είχε καταλάβει πόσο πιεστικά έσφιγγε το χέρι του ούτε πόσο ιδρωμένο ήταν το δικό της, σε αντίθεση με εκείνου. Ούτε θυμόταν πόση ώρα έμεινε γερμένη επάνω του, αναίσθητη, με το μέτωπό της να ακουμπά στο δεξί του πλευρό, σαν να συμπαραστεκόταν στην ακαμψία του κορμιού του. Σε εκείνο το ψυχρό κατάλευκο δωμάτιο του νοσοκομείου του Φράιμπουργκ όλα είχαν παγώσει − ακόμα και ο χρόνος. Το μυαλό της πετούσε από τη μια εποχή στην άλλη, σε κάθε κοινή τους στιγμή, ευτυχισμένη ή ζοφερή, μικρή καθημερινή ή σπαρακτική. Σίγουρα ο ένας από τους δύο, σε εκείνη την επιπλωμένη κατάψυξη, έβλεπε να περνά μπροστά από τα μάτια του η κοινή τους ζωή.

Δεν είχαν περάσει δέκα μέρες, απ’ όταν, στο ίδιο δωμάτιο, ο σύζυγός της χαμογελούσε θριαμβικά διαβάζοντας ένα τηλεγράφημα που είχε σταλεί από το Πεκίνο:

«Η Επιτροπή Ειρήνης της Κίνας έμαθε για την ασθένειά μου και έχουν στείλει χρήματα για τα νοσήλια και τη θεραπεία μου», της ανακοίνωσε ενθουσιασμένος.

Τη λύτρωση που ένιωσε τότε την είχε βιώσει περισσότερες από δεκαπέντε φορές στη ζωή της − όσες και οι στιγμές που δεν είχαν χρήματα ούτε για να προγραμματίσουν το επόμενο τριήμερο.

«Φυσικά, δεν μπορούμε να δεχτούμε την προσφορά τους. Δεν θα φάμε ούτε ένα σπυρί ρύζι που ανήκει στον λαό τους», της είπε. Μάλιστα της ζήτησε να στείλει αμέσως τα χρήματα πίσω και να προσέξει ιδιαίτερα να μη χαθεί ούτε δεκάρα λόγω των διαφορών στην ισοτιμία. Ακόμη θυμόταν εκείνη την παράξενη περηφάνια που ένιωθε καθώς κατευθυνόταν στην τράπεζα.

Το ίδιο συναίσθημα την κατέκλυσε και εκείνο το απόγευμα, εννέα ημέρες νωρίτερα, όταν έμαθαν πως η Σουηδική Ακαδημία θα απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον νεαρό Γάλλο Αλμπέρ Καμί. «Λένοτσκα», της βροντοφώναξε, «ελάτε να με βοηθήσετε να γράψουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμί, να δύο άνθρωποι που άξιζαν να πάρουν το Νόμπελ. Ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!»

Αυτή θα ήταν και η τελευταία από μια σειρά χιλιάδων επιστολών που είχε συντάξει στη ζωή του. Για ένατη φορά το Νόμπελ θα κατέληγε σε άλλα χέρια, όχι γιατί ο σύζυγός της δεν το άξιζε αλλά γιατί η πατρίδα του αρνιόταν πεισματικά να δεχθεί ότι ένας «άθεος κομμουνιστής» μπορούσε να της κάνει ένα τόσο πολύτιμο δώρο. Με τη συγχαρητήρια αυτή επιστολή, αποχαιρέτησε με αλτρουισμό, γενναιοδωρία και μεγαλοσύνη τον μικρόψυχο κόσμο στον οποίο έζησε.

Και πάλι, μήπως ήταν τυχαίο που ο τελευταίος άνθρωπος που τον είχε επισκεφτεί −δύο ημέρες πριν− ήταν ο φίλος του και κάτοχος Νόμπελ Ειρήνης Άλμπερτ Σβάιτσερ; Ήταν η τελευταία φορά που άνοιξε την αγκαλιά του για να χαιρετήσει κάποιον εγκάρδια, στην έσχατη –ευχάριστη τουλάχιστον− έκπληξη που έζησε. Προσπαθούσε επίμονα να ανακαθίσει στο κρεβάτι του, υπομένοντας σιωπηλά τον πόνο και την αδυναμία του κορμιού του, απλώς και μόνο για να ακούσει τις ιστορίες που ο επισκέπτης του είχε να διηγηθεί. Και σε κάθε κρίσιμη αποστροφή του λόγου του φιλοσόφου, γιατρού και ανθρωπιστή, το βλέμμα του άστραφτε και το πνεύμα του αντιστεκόταν στη φθορά του σώματός του. 

Οι εικόνες αυτές απορροφήθηκαν από το λευκό των τοίχων, όταν οι νοσοκόμες, ανάστατες, μπήκαν στο δωμάτιο διαταράσσοντας το θυμικό. Η Ελένη έστρεψε το πρόσωπό της για να μην τη δουν και το βλέμμα της καρφώθηκε στο χάρτινο καραβάκι πάνω στο κομοδίνο, δώρο των πολιτικών κρατουμένων στη Φυλακή της Κέρκυρας που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Πόσες ώρες το περιεργαζόταν, πόσα υπερπόντια ταξίδια να έκανε! Να σκεφτόταν άραγε πως σύντομα θα τους συναντούσε; αναρωτήθηκε.

Ήθελε να πει στις νοσοκόμες να κλειδώσουν την πόρτα και να τους αφήσουν μαζί για πάντα εκεί μέσα, στην παγωνιά τους, αλλά η αξιοπρέπειά της και η σκέψη πως ο σύζυγός της θα είχε άλλα σχέδια για εκείνη συγκράτησαν τόσο την ίδια όσο και τον τεράστιο λυγμό που πάλευε να βγει από τα σωθικά της. Έστρεψε το πρόσωπό της προς το παράθυρο. Είδε τρία τέσσερα αστέρια να την κοιτούν, αλλά αυτά δεν τα ντράπηκε όταν επέτρεψε και πάλι στα μάτια της να τον θρηνήσουν. Βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να περπατάει γρήγορα, με βήμα ασταθές, άλλοτε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα πόδια της, που ήθελαν να τρέξουν, και άλλοτε επιταχύνοντας, όταν αντιλαμβανόταν πως η έξοδος ήταν ακόμη μακριά.

Το άνοιγμα της κεντρικής πόρτας απελευθέρωσε την ίδια και την καταπιεσμένη κραυγή της. Καθισμένη στα σκαλοπάτια του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Φράιμπουργκ, μια γυναίκα έκλαιγε μόνη. «Δεν είναι η πρώτη», θα μπορούσε να συλλογιστεί ένας περαστικός. «Ούτε η τελευταία», θα μπορούσε να συμπληρώσει ένας άλλος, που διέσχιζε το φωτεινό μονοπάτι προς την αντίθεση κατεύθυνση και διάβασε τη σκέψη του προηγούμενου. Το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε την Ελένη εκείνη τη στιγμή ήταν τι θα σκέφτονταν οι διάφοροι περαστικοί.

Το μυαλό της κατακλυζόταν από διαλόγους και ατάκες, από στιγμές πρόσφατες και έντονες που δεν είχε προλάβει να αναλύσει. Όπως τότε που του εκμυστηρεύτηκε τη μύχια σκέψη της, όταν οι γιατροί στη Δανία άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να του κόψουν το δεξί χέρι, στο οποίο είχε ανοίξει μια τεράστια πληγή εξαιτίας του εμβολίου που του είχαν κάνει για να ταξιδέψει στην Κίνα. «Αν σας το έκοβαν, θα σας σκότωνα και θα μετά θα σκοτωνόμουν κι εγώ», του είχε πει. «Θα με σκοτώνατε;» της είχε αντιγυρίσει έκπληκτος εκείνος. «Ναι», είχε επιμείνει. «Συγγραφέας… δίχως το δεξί του χέρι… Και να μην μπορείτε να υπαγορεύσετε… Να ’ταν τουλάχιστον το πόδι…» «Και το πόδι, φρικτό θα ήταν», της είχε απαντήσει. Λίγα λεπτά αργότερα θα της ζητούσε χαρτί και μολύβι και θα δοκίμαζε να γράψει με το αριστερό.

Το ζεστό χέρι που ένιωσε στον ώμο της την τάραξε. Ζει, ήταν η σκέψη που πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της, αλλά εκδιώχθηκε ακαριαία από το συμπονετικό βλέμμα της Ταπίτα Σβέτσερ, της καλόγριας νοσοκόμας του, η οποία δεν έφυγε λεπτό από κοντά του. Η Ελένη γύρισε ξανά το κεφάλι της και ακούμπησε το μέτωπό της στα γόνατα. Τόσα θαύματα είχε ζήσει πλάι του, γιατί να μη βίωνε ακόμα ένα; Το μόνο οριστικό στη ζωή είναι ο θάνατος. Προετοιμαζόταν καιρό για αυτόν τον αποχωρισμό, κι ας μην παραδεχόταν τίποτε μπροστά του. Μήπως παραδέχθηκε εκείνος ποτέ το φευγιό του;

Καθώς η νοσοκόμα την οδηγούσε στον γιατρό, η Ελένη μεταμορφωνόταν… Όταν μπήκε στο γραφείο του, το κορμί της ήταν ίσιο και το κεφάλι της δεν κοιτούσε πλέον στο έδαφος. Δεν ήταν μια ακόμα γυναίκα που είχε χάσει τον σύζυγό της… Ήταν η χήρα ενός σπουδαίου άντρα, η εκπρόσωπός του πάνω στη Γη.

Ο καθηγητής Χαϊλμάγιερ την υποδέχτηκε περίλυπος. Είχε συνδεθεί περισσότερο από τα επιτρεπτά όρια με τον συγκεκριμένο ασθενή. Μόλις την είδε, της έσφιξε τα χέρια. Πόσο ρόλο παίζουν τα χέρια σε τέτοιες στιγμές κανείς δεν το συνειδητοποιεί. Λες και οι ψυχές επικοινωνούν με αυτά. Εκείνος ήταν απογοητευμένος, εκείνη δυνατή − πόσο παράδοξο! Της μιλούσε αναστατωμένος, στην αρχή αγγλικά, ύστερα γερμανικά. Δεν τον άκουγε. Από το παράθυρο του γραφείου παρακολουθούσε το σκοτάδι να απορροφάται από το έδαφος και σκέφτηκε πως ξημέρωνε η πρώτη ημέρα χωρίς εκείνον έπειτα από τριάντα τρία χρόνια. Ήταν η αυγή μιας νέας ζωής; Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει κάτι καινούριο τη στιγμή που κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της αντίκριζε τη μορφή του; Όχι. Τίποτε δεν άρχιζε, γιατί τίποτε δεν τελείωνε.

Αυτή τη φορά τα σκαλοπάτια μέχρι το δωμάτιο της φαίνονται λιγότερα από πριν, ωστόσο νιώθει τους μυς των ποδιών της να καίνε. Προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον εαυτό της, να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε όλο αυτό που έρχεται. Τόσα χρόνια στη σκιά του ψηλόλιγνου Κρητικού, και τώρα θα πρέπει να βγει μόνη της στο φως. Στη σκιά του… Σε αυτή τη σκιά χρωστούσε τη συναρπαστική ζωή της.

Ήταν το βράδυ της 17ης Μαΐου 1924 όταν γνωρίστηκαν οι δυο τους. Η Ελένη είχε ακούσει για εκείνον απαίσιες φήμες από την πρώην σύζυγό του, γνωστή συγγραφέα, η οποία τον διέβαλλε στους κύκλους της αθηναϊκής διανόησης. Τι κοινότοπο για μια πρώην, κι ας ήταν συγγραφέας! Κι όμως, η Ελένη περπατούσε με εκείνη την παρέα που θα ανέβαινε στην Πεντέλη, για να βρεθεί τα ξημερώματα στην παραλία της Ραφήνας. Το φεγγάρι σχεδόν μεσουρανούσε όταν τον ξεχώρισε από το τσούρμο των είκοσι ατόμων. Ψηλός και στητός. Όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι της είχε πρωτοπεί. Αντιθέτως, θυμόταν σαν να ήταν τώρα πόσο μεγάλη εντύπωση της έκαναν τα δύο βαθιά αυλάκια στο πρόσωπό του. Ανέβηκαν στο ίδιο βαγόνι. Εκείνος δεν την άφηνε από τα μάτια του. Την πλησίαζε μεθοδικά, πόντο με τον πόντο, μέχρι που πια βρέθηκαν δίπλα δίπλα, και τότε της έκανε τρεις ερωτήσεις, αφορμή για να της πιάσει την κουβέντα: «Ποιον συγγραφέα προτιμάτε;», «Ποιο χρώμα αγαπάτε;», «Ποια ήταν η μεγαλύτερη χαρά της ζωής σας;»

Όταν έφτασαν στην παραλία, εκείνη κάθισε στην αμμουδιά με τα ρούχα, γιατί δεν είχε πάρει μαζί της μαγιό. Και εκείνος, αν και αγαπούσε τόσο τη θάλασσα, της γύρισε την πλάτη, κι έμεινε όρθιος, με το πρόσωπό του στραμμένο στην Ελένη. Τη ρωτούσε για όλα όσα της άρεσαν, της έλεγε ιστορίες από τους τόπους που είχε επισκεφθεί, την έκανε να γελάει… Και φρόντιζε, έτσι όπως στεκόταν, να της κάνει σκιά, να μην την ενοχλήσει ο ήλιος και του φύγει. Όλη την ημέρα μετακινούνταν ανάλογα με την πορεία του ήλιου, κι εκείνη απολάμβανε να βρίσκεται στη σκιά του. «Είμαι Αφρικανός εγώ, αγαπώ τον ήλιο. Για σας, λεπτεπίλεπτη Αθηναία, πρέπει να φροντίσουμε», της είχε πει και το έκανε επί τριάντα τρία χρόνια!

Αυτή η πολύχρονη φροντίδα τελείωσε απόψε. Πλέον θα πρέπει να βγει ξανά στο φως, χωρίς προστάτη, χωρίς σκιά. Όλα θα ζουμάρουν τώρα σε εκείνη − μάτια, κάμερες, φωτογραφικές μηχανές… Θα είναι αυτή τώρα που θα πρέπει να απαντάει στις επιθέσεις των παντοδύναμων εχθρών του. Θα συνεχίσουν να τον κυνηγούν και νεκρό; Το βλέμμα της στέκεται για μια στιγμή στο άδειο κρεβάτι. Ο ίδιος λυγμός που την έπνιξε λίγες ώρες πριν, ξεσπά και πάλι. Τρέχει προς το παράθυρο, το ανοίγει με ορμή και αφήνει την πικρή εκπνοή της στην υγρή ατμόσφαιρα. Τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια της και σκάνε οργισμένα στις λευκές πλάκες. Σε αυτό το παράθυρο στεκόταν περιμένοντάς την κάθε φορά που πήγαινε να του φέρει βιβλία και εφημερίδες. Και κάθε που επέστρεφε, τον έβλεπε από μακριά να την αναζητεί με το βλέμμα, όρθιος μπροστά στο παράθυρο, ακόμα και για ώρες.

Πλέον είχε να τακτοποιήσει τις πιο ανυπόφορες εκκρεμότητες της ζωής της. Να ειδοποιήσει τους ανθρώπους τους στην Κρήτη και στην Αθήνα για τον χαμό του. Πήρε και άλλες βαθιές ανάσες. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε άλλο από γκρίζα σύννεφα. Ποτέ της δεν είχε ονειρευτεί τέτοια επιστροφή στην πατρίδα της. Τη φανταζόταν με εκείνον όρθιο και χαμογελαστό, με το βραβείο Νόμπελ στις αποσκευές του, δώρο για τον ελληνικό λαό. Πλέον, η πραγματικότητα δεν ήταν με το μέρος της. Η Εκκλησία, το Παλάτι, οι παρακρατικοί τούς κυνήγησαν ανελέητα, ακόμα και όταν εγκατέλειψαν την Ελλάδα, έντεκα χρόνια πριν. Οι επιθέσεις λυσσαλέες, ακόμα και από «συναδέλφους» του. Άραγε δεν θα έχουν μαλακώσει μετά την είδηση; αναρωτήθηκε. Κι άρχισε να πλέκει έναν βολικό συλλογισμό με λογικά επιχειρήματα, λες και έχει το μίσος λογική: Είναι πλέον νεκρός. Δεν κάλεσε κανέναν αναγνώστη ποτέ να κάνει κάτι κακό, δεν υποχρέωσε κανέναν να διαβάσει τα βιβλία του… Θα έχει καταλαγιάσει όλος αυτός ο πόλεμος…, ήταν οι καθησυχαστικές σκέψεις που λειτούργησαν μέσα της καταπραϋντικά..

_______________

#clickatlifegr

* Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Ο ανεπιθύμητος νεκρός“, του Γιώργου Πράτανου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο www.dioptra.gr

** Διαβάστε ένα απόσπασμα από το γοητευτικό μυθιστόρημα για τον Νίκο Καζαντζάκη, “Ό Ανεπιθύμητος Νεκρός