Γιώργος Καΐρης: Οταν σταμάτησε ο χρόνος

Στις 18.49 έγινε το τελευταίο τηλεφώνημα. «Ξέρω ότι θα πεθάνω, τι δεν καταλαβαίνεις!». Εκεί σταμάτησε ο χρόνος.

Είκοσι ένα χρόνια συνύπαρξης κατέρρευσαν. Γολγοθάς πλέον τα πάντα. Ενα κράτος χωρίς υποδομή, ένα κράτος που ζει στην αλαζονεία του, που δεν μπόρεσε και δεν μπορεί και τώρα ακόμα να στηρίξει τους πολίτες του. Ολα μοιάζουν κόκκινα, όπως η καρδιά που αιμορραγεί. Ξαναζείς τις στιγμές. Καίγονται τα πάντα γύρω σου, άνθρωποι, σπίτια, κατοικίδια, αυτοκίνητα. Εκείνο το βράδυ, στις 23/7/2018, όπως κάποιος είπε: «Σώπαιναν οι λύκοι και ούρλιαζαν οι άνθρωποι».

Ενα χρόνο μετά δεν μπορείς να αγγίξεις το πρόσωπο του ανθρώπου σου, του παιδιού σου, του γονιού σου. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να καταλάβει τι έγινε, κι όμως εμείς ξέρουμε: «Μας έκαψαν». Οι μέρες περνούν και όλα γίνονται πιο δύσκολα. Προσπαθώντας να γυρίσεις τον χρόνο πίσω για να συνειδητοποιήσεις τι συνέβη φαίνονται όλα μάταια. Μένεις με ένα «γιατί» και δεν βρίσκεις απάντηση. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια σου αντικρίζοντας τις διάφορες εικόνες της ζωής. Σφίγγει η καρδιά σου την ώρα που ακούς τυχαία το όνομα του ανθρώπου σου που χάθηκε. Η κατάθλιψη σε έχει καταβάλει και όλα μοιάζουν πλέον μαύρα. Και το κράτος απουσιάζει όπως πάντα. Μόνο οι άνθρωποι σου δίνουν χέρι βοήθειας και σου λένε «είμαστε εδώ δίπλα σου», σε αγκαλιάζουν, σου μιλούν, σε βάζουν στις παρέες τους. Περνούν οι μέρες, πλησιάζει η ώρα για τα μνημόσυνα και όποτε κυλάει ένα δάκρυ στα μάτια σου προσπαθείς να το κρύψεις για να μην σε πουν «αδύναμο» ή «γραφικό». Ομως ο πόνος και το αίσθημα της θλίψης δεν σβήνουν, ενώ ακόμη περιμένεις να προχωρήσει η υπόθεση δικαστικά και να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θυμάσαι ακόμη τις συνομιλίες εκείνης της ημέρας με την Πυροσβεστική: – Καίγεται το σπίτι μου, το παιδί μου. – Κάντε υπομονή κυρία μου. Δυστυχώς, τα μέρη μας δεν είναι πλέον όπως τα ζούσαμε παλιά. Μαζί με το τοπίο και τα σπίτια αλλάξαμε κι εμείς. Μαθαίνεις για τις δυσκολίες των γονιών που έχουν παιδιά με εγκαύματα.

Οι ιστορίες των ανθρώπων που έχουν χάσει κάποιον δικό τους λυγίζουν και τον πιο σκληρό. Ενα χρόνο μετά βλέπεις ακόμη εφιάλτες, πετάγεσαι μέσα στη νύχτα. Αναζητείς τη βοήθεια ψυχολόγου, παίρνεις ηρεμιστικά και όλα αυτά εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη δικογραφία. Ανθρώπων που αποδείχθηκε ότι ήταν ανίκανοι για τις θέσεις που κατείχαν. Είναι αυτοί που μας άφησαν να καούμε. Εκείνοι που κατέστρεψαν τις ζωές μας. Δεν ξεχνώ, ζητώ δικαίωση και σεβασμό.

____________________

* Ο κ. Γιώργος Καΐρης είναι κάτοικος Ν. Βουτζά.

** έντυπη Καθημερινή