Έγκλημα στου Φιλοπάππου: Ισόβια στους δύο λαθρομετανάστες για τη δολοφονία του Νικόλα Μουστάκα- «Να μας φέρει το Νικόλα μας πίσω και αν τον φέρει από εμένα είναι ελεύθερος!»

Ισόβια κάθειρξη στον 29άχρονο Πακιστανό και τον 26άχρονο Ιρανό για τη δολοφονία του 25άχρονου Νικόλα Μουστάκα, επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών.

Μια “συγγνώμη” για την αφαίρεση μιας ζωής με τον πιο βίαιο τρόπο, κατακρημνίζοντας το θύμα από το βράχο εν ζωή.. Μια παραδοχή της διάπραξης που ποινικού αδικήματος της ληστείας και άρνηση για τη δολοφονία που διέπραξαν.. οι θύτες στο εδώλιο,  να επιχειρούν να εμφανιστούν θύματα για την επιείκεια του Δικαστηρίου.. οι γονεις του θύματος να βιώνουν τη δολοφονία του γιου τους -σχεδόν ένα χρόνο- κάθε μέρα,  να ακούν και να βλέπουν τους δράστες της δολοφονίας του μπροστά τους ..

«Ζητάω συγγνώμη από την οικογένεια. Πήγαμε να ληστέψουμε, δεν είχαμε σκοπό να σκοτώσουμε. Ο νεαρός καθόταν κοντά στο γκρεμό. Πήγα κοντά του κρατώντας μαχαίρι και αυτός γλίστρησε», ομολόγησε ο Πακιστανός δράστης της δολογονίας του Νικόλα Μουστάκα.

«Συμφωνήσαμε να μοιραστούμε με τους συγκατηγορουμένους μου. Εγώ με τον ανήλικο πήγαμε στην κοπέλα και της πήραμε το κινητό. Ο Πακιστανός είχε αναλάβει τον άνδρα. Όσο έψαχνα την τσάντα της κοπέλας άκουσα τον Πακιστανό να έρχεται και να μου φωνάζει πάμε να φύγουμε, δεν κατάλαβα γιατί, ούτε είδα τι έγινε με το νεαρό. Δεν γνωρίζω εάν τον πέταξε στο γκρεμό. Ήταν πιο εύκολο να πάω στη κοπέλα γιατί δεν αντιδρούσε. Ζητάω συγγνώμη, δεν το πιστεύω ακόμα ότι έγινε αυτό το πράγμα. Ποτέ δεν σχεδίασα κάτι τέτοιο, πήγαμε να κλέψουμε αλλά όχι να σκοτώσουμε. Δεν ξέρω πώς έγινε κάτι τέτοιο. Εγώ ήμουν μόνο στο κορίτσι δεν έφτασα ποτέ δίπλα στον άνδρα. Μετά από λίγο ήρθε ο άλλος και μου είπε να φύγουμε», απολογήθηκε ο Ιρανός κατηγορούμενος.

Με δάκρυα μεταφραστής που είχε ορίσει το Δικαστήριο μετέφραζε τις απολογίες των κατηγορουμένων «Δεν αισθάνομαι καλά από τη φορτιση, έχω χάσει κι εγώ παιδί», ανέφερε προς την Εδρα, και ζήτησε ολογόλεπτη διακοπή για να μπορέσει να συνεχίσει τη διαδικασία.

«Φανταστείτε τις τραγικές στιγμές που βίωσε ο γιος μου στα τελευταία λεπτά της ζωής του από αυτούς και κυριως από τον αρχηγό (υπέδειξε τον Ιρακινό) που έχει το θράσος να υψώνει τη φωνή του στο δικαστήριο», είπε η μητέρα του 25άχρονου μετά την ολοκλήρωση των απολογιών τους. «Να μας φέρει το Νικόλα μας πίσω και αν τον φέρει από εμένα είναι ελεύθερος! Εμείς ούτε γιορτές ούτε Χριστούγεννα θα ζήσουμε ξανά» στην ανακοίνωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, η μάνα του Νικόλα Μουστάκα, ξέσπασε προς τους δολοφόνους του γιου της…

Την ενοχή των δυο κατηγορουμένων ζήτησε στην πρότασή της η Εισαγγελέας της Έδρας, «Από την ακροαματική διαδικασία την εξέταση των μαρτύρων τις απολογίες των κατηγορουμένων τα αναγνωστεα έγγραφα και κυρίως την ιατροδικαστική έκθεση, κατά τη γνώμη μου αποδείχθηκε ότι τέλεσαν ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού». Κατά την εισαγγελέα μάλιστα τόσο από τις καταθέσεις όσο και από άλλα στοιχεία «προέκυψε η βίαιη ώθηση του θύματος προς τον γκρεμό και μάλιστα η ώθησή του σε απόσταση 12 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν αρχικά καθώς τον είχαν πιάσει από τους ώμους».

Οι δύο κατηγορούμενοι- ο 29άχρονος Πακιστανός και ο 26άχρονο Ιρανός, κρίθηκαν ομόφωνα ένοχοι για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από κοινού σε βάρος του 25άχρονου φοιτητή Νικόλα Μουστάκα (16/08 2018) για τις επιμέρους πράξεις, της ληστείας, και τη διακεκριμένη περίπτωση κλοπής καθώς και τη σύσταση συμμορίας, στον Πακιστανό το Δικαστήριο επέβαλε ισόβια κάθειρξη και 17 έτη και 6 μήνες ενώ στον Ιρανό η ποινή που άκουσε είναι ισόβια και 11 έτη και 6 μήνες. Η υπεράσπιση των δυο κατηγορουμένων δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό.

«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είναι αυτοί οι δυο άνδρες που είναι στην αίθουσα»

Η 24άχρονη Πορτογαλίδα φίλη του Νικόλα Μουστάκα, αναγνώρισε στους δυο κατηγορούμενους τους δράστες που τους επιτέθηκαν.  «Ήρθαν από πίσω μας και οι τρεις. Ήταν στα πέντε μέτρα από την πλάτη μας και από εκεί και πέρα μας ανακοίνωσαν τι θα γινόταν. Ο Ιρακινός έσπασε το μπουκάλι στο έδαφος και μας ζήτησε να δώσουμε όλα τα πράγματα μας. Ο Πακιστανός πήγε στο Νίκο με μαχαίρι πολύ κοντά στην κοιλιά του και ο Ιρακινός μας κράτησε από τους ώμους για να μην σηκωθούμε. Το τρίτο άτομο (ανήλικος) έψαχνε την τσάντα μου και με ρωτούσε πού είναι το κινητό και τα χρήματα μου και αφαιρούσε πράγματα από την τσάντα. Ο Νίκος σηκώθηκε και αυτοί ζητούσαν συνέχεια το κινητό και προσπαθούσαν να αφαιρέσουν πράγματα. Ο Ιρακινός πήρε το κινητό μου από την τσέπη μου. Όταν σηκώθηκε, οι δύο τον άρπαξαν και άρχισαν να τον τραβάνε προς τον γκρεμό. Τον είχαν με την πλάτη προς τον γκρεμό και τον έσπρωχναν. Ο Πακιστανός είχε το μαχαίρι συνεχώς στην κοιλιά του Νίκου. Σταμάτησαν στην άκρη του γκρεμού για 5 δευτερόλεπτα. Εγώ φώναζα στο Νίκο και, όταν ξανακοίταξα, είδα το Νίκο να πέφτει. Μετά σταμάτησαν δύο δευτερόλεπτα και άρχισαν να τρέχουν. Ο τρίτος συνέχισε να ψάχνει την τσάντα και έφυγε…. Φώναξα βοήθεια ακόμα και από τους κατηγορούμενους γιατί δεν θα μπορούσα να πιάσω μόνη μου το Νίκο. Ήταν σίγουροι για τις κινήσεις τους, ήξεραν τι έκαναν. Φοβήθηκα για τη ζωή μου. Όταν ήρθαν, τους έλεγε ο Νίκος πως δεν υπάρχει λόγος να το κάνουν αυτό. Τους παρακαλούσε να μην τον σπρώχνουν προς τον γκρεμό. Τον κρατούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια ακόμα και στην άκρη του γκρεμού. Αν ήθελαν, θα μπορούσαν να τον έχουν κρατήσει να μην πέσει».

Ο πατέρας του 25άχρονου Νίκου Μουστάκα στην κατάθεσή του ανέφερε μεταξύ αλλων, «Ο γιος μου είχε φύγει 21 ετών από την Ελλάδα. Ζούσε και εργαζόταν τέσσερα χρόνια στη Σκωτία, όπου πήγε για να φτιάξει τη ζωή του. Πέρυσι όλα ήταν στρωμένα γι’ αυτόν, είχε άδεια και σε τρεις ημέρες θα έφευγε για να επιστρέψει στη Σκωτία. Ο γιος μου πήγε με μια φίλη στου Φιλοπάππου. Ήταν απόγευμα προς βραδάκι. Πήγε κάποιος νέος και τους ζήτησε τσιγάρο. Ο γιος μου του είπε πως δεν έχει τσιγάρα μαζί του. Αυτός έφυγε και, όταν έφυγε, ο κόσμος που βρισκόταν στο σημείο ξαναγύρισε μαζί με άλλους δυο. Ο ένας έσπασε ένα μπουκάλι, ο άλλος απειλούσε τον γιο μου με μαχαίρι και ο ανήλικος κρατούσε την κοπέλα για να πάρει ό,τι είχε πάνω της. Κι εγώ διερωτώμαι: Ο γιος μου ήταν 1,77. Αυτοί οι δυο δεν μπορούσαν να του πάρουν ό,τι είχε πάνω του αντί να τον σκοτώσουν; Τον έσυραν μέχρι τον γκρεμό κι έπεσε το παιδί. Ο ένας είχε άσυλο, δεν ξέρω πώς του δόθηκε. Τον πλήρωναν 400 ευρώ, είχε σπίτι. Αυτό το κόλπο με το τσιγάρο ήταν προσχεδιασμένο προκειμένου να κάνουν επόπτευση του χώρου. Πιστεύω ακράδαντα ότι είχαν πρόθεση να τον σκοτώσουν. Ο Πακιστανός πήγαινε εκεί κάθε μέρα, τον ήξερε καλά τον χώρο».

Με όση δύναμη είχε μέσα της η μητέρα του 25άχρονου κρατήθηκε όρθια και κατέθεσε προς την Εδρα του ΜΟΕ Αθηνών, «Μας είπε η κοπέλα, όταν έφυγε ο κόσμος, πως τους προσέγγισαν δυο άτομα, μελαμψοί, ένας κοντός κι ένας μεσαίος, και τους ζήτησαν τσιγάρο. Τους απάντησε ο γιος μου ότι δεν είχαν τσιγάρα και αυτοί δυσαρεστήθηκαν. Κάθισαν 2-3 λεπτά κι έφυγαν. Μετά από λίγο επέστρεψαν. Ήταν τρεις και έσπασαν ένα μπουκάλι. Ο ένας κρατούσε ένα μπουκάλι σπασμένο και ένα μαχαίρι. Βίωσαν τον απόλυτο φόβο. Εγώ μέχρι να πεθάνω θα αναρωτιέμαι το εξής, γιατί δεν μπόρεσαν να ληστέψουν και έπρεπε να σκοτώσουν κιόλας. Ήταν τρεις και ο γιος μου ήταν μέτριος και σαν κλωναράκι. Η ομάδα δρούσε με απόλυτη ψυχραιμία. Είχαν πάει όχι μόνο για να ληστέψουν αλλά για να σκοτώσουν. Ήταν ιδιαίτερα βίαιοι και απειλητικοί. Ο Νίκος τους είπε να ηρεμήσουν. Τον έπιασαν από τη μπλούζα και τον πήγαν σηκωτό προς τον γκρεμό. Ο γιος μου ήταν στην πλάτη με τον γκρεμό. Δεν μπορούσε να πάει μόνος του πίσω – πίσω, είναι βραχώδες το σημείο, θα έπεφτε. Τον πήγαιναν σηκωτό. Γιατί ήταν δυο και σωματώδεις. Είχε όλο το μέλλον μπροστά του, μια πολύ καλή δουλειά. Δεν θα διακινδύνευε για 70 ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο. Τον οδήγησαν στον γκρεμό για να τον φοβίσουν. Όμως, όταν έφτασαν στον γκρεμό, ήξεραν τι είχε από κάτω, εκεί δρούσαν, ήταν τα λημέρια τους. Ήταν συνειδητό και προμελετημένο το σχέδιο. Πήγαιναν ρωτούσαν για τσιγάρο, βολιδοσκοπούν και έπειτα φώναζαν τον τρίτο. Τράβηξαν και έδωσαν μια και έσπρωξαν το παιδί στο κενό. Στην τελική πράξη του δράματος. Αντί να τον βάλουν κάτω τον έσπρωξαν στον γκρεμό. Εύχομαι καμία μητέρα να μην σκέφτεται αυτά που εγώ σκέφτομαι κάθε βράδυ …Είμαστε δυο γονείς ερείπια, χωρίς καμία χαρά μέσα στο σπίτι. Η κόρη μου πέντε χρόνια μικρότερη σπουδάζει ιατρική στην Κρήτη και προσπαθούμε να την συνεφέρουμε.

Ο ένας κατηγορούμενος έπαιρνε και επίδομα του πρόσφυγα και έλεγε “γιατί να δουλεύω;”. Και ο γιος μου, όταν πήγε στη Σκωτία, υπέστη ειρωνείες για τη γλώσσα και για το ότι ήταν Έλληνας, αλλά δεν σύστησε συμμορία να σκοτώσει τους Σκωτσέζους. Γιατί να το κάνουν αυτό; Ο γιος μου που βρίσκεται τώρα; Είχαν απόλυτη υπεροχή. Επιτέθηκαν με τόση βία που είχε ως γνώμονα την ανθρωποκτονία. Τελούσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Η αντίστασή του ήταν για να ζήσει. Ο γιος μου τους εκλιπαρούσε να ηρεμήσουν. …Δεν με κοιτάνε στα μάτια γιατί είναι θρασύδειλοι αν και οπλισμένοι και σωματώδεις τα έβαλαν με ένα κλαράκι …».