Δ.Αναγνωστάκης, ΓΓ Υπ.ΔΤ&ΠΡΟ.ΠΟ: ” Με επιχειρησιακή τεκμηρίωση και εμφανή Αστυνόμευση, στηρίζεται η αναδιοργάνωση”

Συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, Δημήτρη Αναγνωστάκη, γιά κρίσιμα ζητήματα όπως η εγκληματικότητα, η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της Αστυνομίας, τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ασφάλειας αλλά και τον ρόλο του ΚΕΜΕΑ.

Συνέντευξη με τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, Δημήτρη Αναγνωστάκη

Αναγνωστάκης

Κύριε Γενικέ, θα θέλαμε να αρχίσουμε τη συνέντευξη μας, ζητώντας από εσάς κάποια στοιχεία για τους δείκτες εγκληματικότητας με βάση τα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν αυτό το χρονικό διάστημα.   

Όπως είναι γνωστό, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, κάθε χρόνο δημοσιοποιούν όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τους δείκτες και τις τάσεις που αφορούν όλα τα επίπεδα της εγκληματικότητας, από την λεγόμενη μικρή μεσαία εγκληματικότητα, μέχρι και το οργανωμένο έγκλημα που περιλαμβάνει πολύ σοβαρά περιστατικά. Για το 2016, έχουμε ορισμένα στοιχεία που έχουν προκύψει για το πρώτο 6μηνό του έτους, όπου διαφαίνεται μια έντονη υποχώρηση σε ότι αφορά τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος, όπου η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτών των δράσεων, έχει οδηγήσει σε λιγότερα περιστατικά, μεγάλων ληστειών και άλλων αντίστοιχων γεγονότων. Έχουμε όμως παρατηρήσει και μιαμικρή αύξηση σε δείκτες που έχουν να κάνουν με την μικρή και μεσαία εγκληματικότητα, όπως διαρρήξεις, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές από το κέντρο και φαινόμενα κλοπών προσωπικών αντικείμενων όπως τηλέφωνα, πορτοφόλια, κ.λ.π. Αυτό το στοιχείο μας οδήγησε στο να αναθεωρήσουμε σε ένα βαθμό το μοντέλο λειτουργίας, ενισχύοντας την πιο έντονη εμφανή αστυνόμευση, έτσι ώστε να έχουμε αποτροπή και πρόληψη. Ήδη έχουμε δημιουργήσει και βγάλει στο δρόμο και στην περιφέρεια, τις κινητές αστυνομικές μονάδες, που αποτελεί μια επικουρική δράση της ουσιαστικής αστυνόμευσης η οποία γίνεται μέσω της Δίκυκλης Αστυνόμευσης και της ΟΠΚΕ, έτσι ώστε να καταστεί διαχείρισιμη και αύτη η μικρή αύξηση των δεικτών σε αυτές τις κατηγορίες.

Ένα ζήτημα που απασχολεί ότι την Ευρώπη είναι οι τρομοκρατικές δράσεις με βάση τον εξτρεμισμό διάφορων ομάδων. Στην Ελλάδα ευτυχώς δεν έχουμε αντιμετωπίσει αντίστοιχα περιστατικά. Μπορούμε όμως να είμαστε ήσυχοι; Πως αντιδρούνε οι αρχές ασφάλειας απέναντι σε αυτό το φαινόμενο;

Είναι αλήθεια, ότι η διεθνής κοινότητα βιώνει αυτή τη στιγμή 3 μεγάλες κρίσεις: Κρίση ανθρωπιστική – προσφυγική, κρίση οικονομική δημοσιονομική και κρίση ασφάλειας. Η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει έντονα τις δυο πρώτες κρίσεις, αλλά ευτυχώς δεν έχουμε κρίση ασφάλειας σε αυτό το επίπεδο. Η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα και παραμένει ένας ασφαλής προορισμός για το τουρισμό. Το γεγονός όμως ότι  δεν έχουμε αντιμετωπίσει στη χώρα μας φαινόμενα τρομοκρατικών ενεργειών από εξτρεμιστικές δράσεις που είδαμε σε άλλες χώρες,  δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε. Πρόσφατα μάλιστα, ξεκίνησε μια δράση που χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και πραγματοποίησε το ΚΕΜΕΑ με τη Διεύθυνση της Κρατικής Ασφάλειας, για την αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού. Στα πλαίσια λοιπόν αυτού του προγράμματος, 62 νέοι εκπαιδευτές θα δράσουν πολλαπλασιαστικά σε όλη την Ελλάδα, έτσι ώστε να εκπαιδεύσουν και τους δικούς μας συνεργάτες αστυνομικούς αλλά και να μεταλαμπαδεύσουν τη τεχνογνωσία τους σε ένα ευρύτερο κοινό. Αντίστοιχες δράσεις, ενεργοποιούνται συνεχώς και αναπτύσσεται έτσι ένας μηχανισμός προκειμένου να είμαστε προϊδεασμένοι και προετοιμασμένοι απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα.

Κάποιες αναφορές στο παρελθόν έκαναν λόγο για δράστες τρομοκρατικών ενεργειών σε ευρωπαϊκές χώρες που έχουνε περάσει από τη χώρα μας. Σε ποιο επίπεδο βρίσκεται η συνεργασία των δικών μας υπηρεσιών ασφάλειας με αντίστοιχες στο εξωτερικό;

Αν και αναλύσεις σε βάθος χρόνου δεν έχουνε αποδείξει επακριβώς τη σχέση των δράσεων αυτών, με άτομα που έστω και ως πέρασμα σχετίζονται με την Ελλάδα, είναι όντως επιτακτική ανάγκη να υπάρχει διαρκή και σταθερή συνεργασία των δικών μας υπηρεσιών και αστυνομικών αρχών με τις αντίστοιχες σε Ευρώπη, αλλά και παγκόσμια, συμπεριλαμβανομένου των Europol και Interpol.Υπάρχουν ήδη δηλαδή κανάλια επικοινωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειριών αλλά και τεχνογνωσίας, επιτυγχάνοντας το καλύτερο δυνατό συντονισμό. Μπορούμε να πούμε ότι είμαστε σε μεγάλο βαθμό θωρακισμένοι, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε εφησυχάσει μιας και καθημερινά προκύπτουν νέες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίζουμε συνολικά στα πλαίσια ενός πακέτου σωστής προετοιμασίας. Στο αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας γίνεται μια πολύ καλή δουλειά προετοιμασίας σε βάθος και σε έκταση για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, που όλοι φυσικά ευχόμαστε να μην το δούμε και στη πράξη.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε το βασικό σχέδιο της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια βασικά στοιχεία και τι είναι αυτό που διαφοροποιεί το τωρινό εγχείρημα με προηγούμενες απόπειρες ;

Ιστορικά, το εγχείρημα της αναδιάταξης – αναδιοργάνωσης των περιφερειακών μας υπηρεσιών και όχι μόνο, χρονίζει περίπου 2 δεκαετίες, μιας και δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να προχωρήσει παρακάτω. Χαρακτηριστικά, η απόπειρα του 2012 – 2013 με τα πολυδιαφημιζόμενα πολυδύναμα αστυνομικά τμήματα κατέρρευσε στο αμέσως επόμενο διάστημα, με την ανάκληση αποφάσεων από υπουργούς της ίδιας κυβέρνησης. Η αναγκαιότητα λοιπόν υπήρχε εδώ και καιρό. Η τωρινή ηγεσία του Υπουργείου έχει την πολιτική βούληση να συγκρουστεί με λογικές λαϊκισμού και ψηφοθηρίας, που ήθελε μια διασπορά και κατακερματισμό των δυνάμεων της Ελληνικής Αστυνομίας, που πλέον είναι και κάπως περιορισμένες με βάση και τον περιορισμό των προσλήψεων, που υπάρχουν μέχρι το 2017. Άρα,έπρεπε η διασπορά αυτή των διοικητικών δομών να συμπτυχθεί και να απελευθερωθεί προσωπικό της Αστυνομίας για να επιτελέσουν έργο εκεί που υπάρχει ανάγκη, κυρίως έξω στο δρόμο. Άρα το πρώτο κριτήριο ήταν η πολιτική βούληση να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις και οι παθογένειες ενός παρωχημένου μοντέλου αστυνόμευσης. Η τωρινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου υιοθέτησε την επιλογή ενός άλλου δόγματος, στη λογική του “.περισσότερο πρόληψη και αποτροπή και λιγότερο καταστολή, παρά μόνο όταν είναι πολύ αναγκαίες περιπτώσεις”.

Το δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης από προηγούμενες απόπειρες είναι ότι υπάρχει «επιχειρησιακή τεκμηρίωση». Δηλαδή, οι αστυνομικοί διευθυντές κάθε νομού συνέλεξαν δείκτες και κριτήρια μετρήσιμα και με βάση τις ανάγκες αστυνόμευσης της περιοχής τους, έκαναν προτάσεις προς το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι προτάσεις αυτές, έλαβαν υπόψη μια σειρά στοιχείων και ιδιαιτεροτήτων, όπως μεταξύ άλλων: πληθυσμιακά και γεωγραφικά κριτήρια, παραγωγικές μονάδες που υπάρχουν στις εκάστοτε περιοχές, ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, κρίσιμες υποδομές κ.α. Επομένως, ο σχεδιασμός της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών ξεκίνησε από κάτω προς τα πάνω. Οι προτάσεις αυτές, έφτασαν στο συμβούλιο επιτελικού σχεδιασμού και παρουσιάστηκαν από τους ίδιους τους αστυνομικούς διευθυντές των νομών και του γενικούς διευθυντές των περιφερειών. Κατόπιν η πολιτική ηγεσία και ο Γ.Γ.Δ.Τ. με βάση αυτές τις προτάσεις, διοργάνωσαν κοινωνική διαβούλευση στις εκάστοτε περιοχές, κάτι που έγινε για πρώτη φορά, με τη συμμετοχή δημάρχων, περιφερειαρχών, βουλευτών, κοινωνικών φορέων, επιμελητηρίων, συνδικαλιστικών ενώσεων των ένστολων. Πολλές από τις προτάσεις των φορέων σε ένα μεγάλο βαθμό, έγιναν αποδεκτές. Και έτσι αυτή η πρόταση, η βελτιωμένη και αναθεωρημένη σε ένα βαθμό, χωρίς να μεταβάλλεται η επιχειρησιακή επάρκεια του σχεδίου, κατατέθηκε στο συμβούλιο για δεύτερη και τελευταία φορά, εγκρίθηκε, παρουσιάστηκε στον Γενικό Γραμματέα και τον Υπουργό και βρίσκεται στη τελική φάση για την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος.

Εδώ θα ήθελα μέσω του περιοδικού σας, να ευχαριστήσω τους δήμους και τις περιφέρειες για την καλή συνεργασία. Χαρακτηριστικό είναι, ότι αρκετοί δήμοι πρόσφεραν δικά τους κτίρια που δεν τα χρειάζονταν για να στεγαστούν ορισμένες υπηρεσίες της Αστυνομίας, ενώ αρκετές από τις περιφέρειες ενέταξαν στο ΕΣΠΑ δράσεις που σχετίζονται με την προμήθεια αυτοκινήτων και δικύκλων της τροχαίας που έχουμε ανάγκη.

Δεν σταθήκαμε όμως μόνο στη πολιτική βούληση, την επιχειρησιακή τεκμηρίωση, την κοινωνική διαβούλευση και αρκετά μεγάλη συναίνεση,προσθέσαμε και ένα ακόμα βασικό άξονα που είναι οι επικουρικές συμπληρωματικές ενισχυτικές δράσεις εμφανούς αστυνόμευσης.Όπως το παράδειγμα που σας ανέφερα προηγουμένως με τις κινητές αστυνομικές μονάδες που λειτουργούν στους 36 νομούς με πολύ θετικά αποτελέσματα, φθάνοντας ακόμα και σε ανθρώπους που ζούνε σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν πήγαινε ποτέ σχεδόν η Αστυνομία.

Μήπως αυτό το μοντέλο είχε στόχο να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις τοπικές κοινωνίες για το πιθανό κλείσιμο κάποιων αστυνομικών τμημάτων σε κάποιες περιοχές;

Δεν είναι αυτός ο στόχος σε καμία περίπτωση. Με τις κινητές αστυνομικές μονάδες έχουμε και το θεσμό του τοπικού αστυνόμου, που είναι προανακριτικός υπάλληλος και μπορεί να κάνει ότι δουλειά έκανε κάποιος αστυνομικός σε ένα μικρό αστυνομικό σταθμό. Επίσης, αξιοποιήσαμε 13 εκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκά προγράμματα για να ενισχύσουμε με οχήματα και δίκυκλα το συγκεκριμένο εγχείρημα, ενώ 700 στελέχη που αποδεσμεύτηκαν από τη φύλαξη ατόμων και οι πρώην δημοτικοί αστυνομικοί που θα γίνουν ειδικοί φρουροί, θα συμμετέχουν στο εγχείρημα αυτό στην Αττική.

Είναι γεγονός, ότι για να λειτουργήσει ένα αστυνομικό τμήμα οπουδήποτε χρειάζεται άμεσα να είναι στελεχωμένο διοικητικά, με τουλάχιστον 10 με 12 άτομα. Με την ενοποίηση των διοικητικών δομών – όπου φυσικά υπάρχει αυτή η δυνατότητα – εξοικονομούμε ανθρώπινους πόρους και τους αξιοποιούμε σε επιχειρησιακές δράσεις έξω στο δρόμο, ενισχύοντας το μοντέλο της εμφανούς και έντονης παρουσίας των αστυνομικών. Δεν χρειαζόμαστε κτίρια και ταμπέλες για να δημιουργηθεί ψυχολογία ασφάλειας. Χρειαζόμαστε αστυνομικούς έξω στο δρόμο για να αποτρέψουμε και να προλάβουμε παραβατικές και εγκληματικές ενέργειες.

Πρόθεση της ηγεσίας, πολιτικής και φυσικής, είναι το μοντέλο αυτό να λειτουργήσει εντός τους 2016 και να αποδώσει άμεσα αποτελέσματα.

Πως μπορεί να εξελιχθεί και κάτω από ποιες προυποθέσεις η συνεργασία μεταξύ της δημόσιας δύναμης ασφάλειας και του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ;

Θα πρέπει πρώτα από όλα τα να λάβουμε υπόψη 3 βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι, ότι έχουμε μια θετική αξιολόγηση από μέχρι τώρα συνεργασία των Ιδιωτικών Εταιριών Ασφάλειας με την Ελληνική Αστυνομία με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων, η συνεργασία μας στα αεροδρόμια. Αυτό το στοιχείο μας δίνει τη βάση για να εξετάσουμε την εμβάθυνση και ενίσχυση αυτής της συνεργασίας.

Δεύτερο στοιχείο, είναι το Ευρωπαϊκό παράδειγμα αντίστοιχων συνεργασιών. Χαρακτηριστικά, θα ήθελα να αναφέρω ότι στην Ολλανδία, στο αρχηγείο της Ολλανδικής αστυνομίας υπάρχει ιδιωτική φύλαξη. Αυτό σημαίνει, ότι η Αστυνομία σε πολλά Ευρωπαϊκά κράτη ασχολείται καθαρά με το αμιγώς αστυνομικό έργο και όχι όπως συμβαίνει στη χώρα μας η ΕΛ.ΑΣ. να είναι υπεύθυνη “για πάσα νόσων και πάσα ασθένεια”. Είναι αλήθεια, ότι ακόμα υπάρχει μεγάλο πάρεργο στην Αστυνομία, απορροφώντας πολύ μεγάλο αριθμό αξιόμαχου δυναμικού. Για παράδειγμα, η επίδοση δικογράφου δεν πρέπει να είναι έργο της Αστυνομίας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξουμε για αυτό είμαστε σε συνεργασία με άλλα υπουργεία προς σε αυτή τη κατεύθυνση.

Το τρίτο στοιχείο είναι ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία έχει δώσει κατεύθυνση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΕΜΕΑ να αυξήσει τόσο τις περιόδους πιστοποίησης όσο και τον αριθμό των πιστοποιήσεων των ανθρώπων που επιθυμούν να ασχοληθούν επαγγελματικά με το τομέα της ιδιωτικής ασφάλειας. Επομένως, υπάρχει πραγματικά η διάθεση της πολιτικής ηγεσίας αυτή η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικών εταιριών ασφάλειας να αποκτήσει πιο γερά θεμέλια και να διευρυνθεί.

Αυτό όμως για να συμβεί, χρειάζεται να υπάρξουν κάποιες σοβαρές προϋποθέσεις, έτσι ώστε να μην αδικηθεί συνολικά ο χώρος από εταιρίες που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν σωστά στις προδιαγραφές της εκχώρησης έργων. Θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο εκπαίδευσης του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας, που θα το καθιστά ικανό να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Έχω την εκτίμηση, ότι χρόνο με το χρόνο, διαφαίνεται μια άλλη ποιότητα στο τομέα ιδιωτικής ασφάλειας και αν αυτή ενισχυθεί θα μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο εποικοδομητική συνεργασία.

Θα θέλαμε, κλείνοντας τη συνέντευξη μας, να μας αναφέρετε κάποια πράγματα για το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας, τα περιθώρια αναβάθμισης του ρόλου του αλλά και της εξωστρέφειας που πρέπει να διέπει έναν τέτοιο φορέα.

Θα συμφωνήσω μαζί σας, ότι η εξωστρέφεια, είναι πάντα ένα ζητούμενο τόσο για το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, όσο και για την Ελληνική Αστυνομία και τις εκφάνσεις της, όσο φυσικά και για το ΚΕΜΕΑ.

Έχοντας την εποπτεία του ΚΕΜΕΑ, θα ήθελα να σας δηλώσω ότι είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος και περήφανος, για τη μέχρι τώρα πορεία του. Φυσικά, πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και αναβάθμισης του ρόλου του. Αυτή τη στιγμή, το ΚΕΜΕΑ αποτελεί έναν ευρωπαϊκά αναγνωρισμένο φορέα και εταίρο σε προγράμματα, παρουσιάζοντας σπουδαία ερευνητική δουλειά, αλλά και μια αρκετά ικανοποιητική εξωστρέφεια, όπου μπορούν να γίνουν και άλλα βήματα προς σε αυτή την κατεύθυνση. Είμαστε αρκετά αισιόδοξοι για την πορεία του ΚΕΜΕΑ, αφού υπάρχει ένα διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από στελέχη εγνωσμένης αξίας, καθώς και ένας Διευθυντής που έχει δώσει σημαντική πνοή και είναι πλεονέκτημα ότι προέρχεται από την αστυνομία. Θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το ΚΕΜΕΑ παρουσιάζει μεγάλη απορροφητικότητα σε ευρωπαϊκά προγράμματα και αποτελεί πυλώνα μιας δουλειάς που πρέπει να γίνεται, συνιστώντας πηγή γνωστικού υλικού για θέματα ασφάλειας,  που θα αξιοποιηθεί από τα στελέχη μας, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης το ΚΕΜΕΑ πρέπει να πούμε ότι συνεργάζεται σε διάφορες κατευθύνσεις και με άλλα υπουργεία όπως για παράδειγμα των υποδομών, μεταφορών και δικτύων για την προστασία κρίσιμων υποδομών.

Σίγουρα, ο πήχης είναι ψηλά, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη και αναμένουμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα.
________________
*securitymanager.gr